Ο Ραφαήλ Παπαδόπουλο αφού ευχαρίστησε τους παρευρισκομένους, χαρακτήρισε τις επερχόμενες εκλογές ως ορόσημο της πολιτικής μας ιστορίας και ίσως τις κρισιμότερες μετά το 1974 και συνέχισε την ομιλίας του λέγοντας :
«Οι σημαντικότεροι παράγοντες που προσδιορίζουν, κατά τη γνώμη μου, το κλίμα των εκλογών αυτών είναι οι εξής:
Α)Η οικονομική κρίση και η είσοδος της χώρας στο μνημόνιο, σηματοδοτεί την νεοφιλελεύθερη διέξοδο που επέλεξαν και επέβαλλαν από κοινού ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, με επακόλουθο τη οικονομική και κοινωνική καταστροφή, τη διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας, την ραγδαία και βίαιη προλεταριοποίηση των μεσαίων και λαϊκών στρωμάτων, την συστηματική αποδόμηση του κράτους πρόνοιας και την δραματική αύξηση της ακραίας φτώχειας και της ανεργίας. Άμεση πολιτική συνέπεια αυτής της τεράστιας αναδιανομής πλούτου εις βάρος των πολλών, ήταν η κατάρρευση του παραδοσιακού δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), που προκάλεσε και διαχειρίστηκε την κρίση, το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 2009-11, και σε συνεργασία με τη ΝΔ από τα τέλη του 2011 ως σήμερα. Έτσι, το συνολικό ποσοστό ΠΑΣΟΚ-ΝΔ έπεσε από περίπου 77% το 2009 σε 41% το 2012.
Β) Η άνοδος ενός κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς, του ΣΥΡΙΖΑ, που κατάφερε να συσπειρώσει το μεγαλύτερο τμήμα της σφοδρά πληττόμενης από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές μεσαίας και εργατικής τάξης, στη βάση ενός κευνσιανού προγράμματος με βασικούς πυλώνες την άμεση ενίσχυση του λαϊκού εισοδήματος, την ανάταξη της οικονομίας με αύξηση των κοινωνικών δαπανών και κρατική παρέμβαση, την αποκατάσταση του κράτους πρόνοιας, τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους και την αποπληρωμή του υπόλοιπου με ρήτρα ανάπτυξης, το δημόσιο έλεγχο των τραπεζών, και τον εκδημοκρατισμό του κράτους και των πολιτικών θεσμών. Με αυτές τις προγραμματικές δεσμεύσεις ο ΣΥΡΙΖΑ απεύθυνε ενωτικό κάλεσμα συμπόρευσης σε όλη την αριστερά για την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού, κάτι που τον ανέδειξε σε φορέα ελπίδας και βασικό διεκδικητή της εξουσίας. Αυτό καθιστά την Ελλάδα μια φωτεινή εξαίρεση, καθώς η ογκούμενη κοινωνική δυσαρέσκεια από τις γενοκτονικές νεοφιλελεύθερες πολιτικές εκφράστηκε από την ριζοσπαστική Αριστερά και όχι από την λαϊκίστικη ακροδεξιά, όπως συνέβη σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες(π.χ Γαλλία).
Γ) Η παρακμή και η διάλυση του λεγόμενου «κεντροαριστερού πόλου»(διάσπαση ΠΑΣΟΚ, κατακόρυφη πτώση ΔΗΜΑΡ), η οποία συνδιαχειρίστηκε με τη Δεξιά τις μνημονιακές επιλογές και ταυτίστηκε μαζί της στη νομή της εξουσίας από το 2012 ως σήμερα, χάνοντας την ιδεολογική της αυτονομία και το διακριτό πολιτικό της στίγμα, και λειτουργώντας ως κοινοβουλευτικό και νομιμοποιητικό έρεισμα για τη διολίσθηση της χώρας σε ένα μείγμα νεοφιλελεύθερου κοινωνικού δαρβινισμού και ακροδεξιού αυταρχισμού (π.χ μπλοκάρισμα του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου, το οποίο είχε υποστηριχθεί από ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ, από την ηγεσία της ΝΔ).
Δ) Η άνοδος της ακροδεξιάς, που εντοπίζεται τόσο στην εκλογική έκρηξη του νεοναζιστικού μορφώματος της ΧΑ, όσο και στην ακροδεξιά μετατόπιση και φυσιογνωμία της ΝΔ επί ηγεσίας Σαμαρά. Είχαμε πρώτα μια νομιμοποίηση του ακροδεξιού-ρατσιστικού λόγου από το επίσημο κράτος με τη συμμετοχή του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου ως «συστημικού» δεξιού συντηρητικού κόμματος, και στη συνέχεια τη μεταπήδηση γνωστών στελεχών της ακροδεξιάς στη ΝΔ και μάλιστα σε καίριες κυβερνητικές θέσεις(Βορίδης, Γεωργιάδης). Έπειτα, έχουμε έναν συνειδητό, εκ μέρους των τελευταίων κυβερνήσεων, ευτελισμό των κοινοβουλευτικών θεσμών και διαδικασιών στο όνομα του νεοφιλελεύθερου καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης»(π.χ αντισυνταγματικό κλείσιμο της ΕΡΤ με πράξη νομοθετικού περιεχομένου, χαριστικές ρυθμίσεις σε μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα). Επιπλέον, παρατηρείται η όλο και συστηματικότερη υιοθέτηση αντιμεταναστευτικής-ρατσιστικής πολιτικής από τη ΝΔ(κατάργηση της ιθαγένειας και του δικαιώματος ψήφου που παραχωρούσε στους νόμιμους μετανάστες ο νόμος Ραγκούση), προκειμένου να «επαναπατρίσει» ψήφους από τη ΧΑ, με την οποία κορυφαίο ως πρόσφατα κυβερνητικό στέλεχος διατηρούσε αγαστές σχέσεις. Τέλος, η άνοδος του φασισμού οφείλεται εν πολλοίς στον κοινωνικό αυτοματισμό και την ενοχοποίηση του λαού ως υπευθύνου της κρίσης, που καλλιεργείται τόσο από την ελληνική οικονομική και πολιτική ελίτ(«μαζί τα φάγαμε»), όσο κι από τις νεοφιλελεύθερες δυνάμεις που είναι κυρίαρχες πανευρωπαϊκά(«τεμπέληδες και σπάταλοι νοτιοευρωπαίοι»), για να δικαιολογηθεί η κατεδάφιση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων που λαμβάνει χώρα σε Ελλάδα και Ευρώπη.
Τα παραπάνω χαρακτηριστικά στοιχεία του κλίματος των εκλογών του Γενάρη, διαμορφώνουν ένα καθαρά διπολικό σκηνικό, όπου συγκρούονται δυο εκ διαμέτρου αντίθετες κοινωνικές και πολιτικές στρατηγικές. Φαίνεται να διαμορφώνεται ένας πολωμένος δικομματισμός Δεξιάς-Αριστεράς, κάτι που έχει να συμβεί από τις εκλογές του 1958. Η ιδεολογική αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ, οξύνεται από την προαναφερθείσα συμπίεση και πτώση των μικρότερων κομμάτων, κι ειδικότερα αυτών της «κεντροαριστεράς».
Στο πλαίσιο αυτό, η στρατηγική της ΝΔ είναι κατά βάση μια στρατηγική φόβου, που προσπαθεί να καλλιεργήσει στα μεσαία στρώματα τον τρόμο και την κινδυνολογία για τις δήθεν καταστρεπτικές συνέπειες της εκλογής του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως η ίδια να προσφέρει οποιαδήποτε θετική προοπτική ανακούφισης και ανάπτυξης, και κυρίως χωρίς καμία αναφορά στις δικές της τεράστιες ευθύνες για το σημερινό καταστροφικό αδιέξοδο. Από την άλλη πλευρά, ο ΣΥΡΙΖΑ προσφέρει αυτή την ελπίδα και τη θετική προοπτική μέσα από το πρόγραμμα της ΔΕΘ και των θέσεων που αναφέρθηκαν παραπάνω. Ωστόσο, ακόμα δεν έχει κερδίσει απόλυτα την εμπιστοσύνη των μεσαίων κατώτερων στρωμάτων, καθώς η στρατηγική της ηγεσίας του διακατέχεται από μια εσωτερική αντίφαση. Ενώ διεκδικεί ριζοσπαστικούς στόχους που απαιτούν ρήξη και σύγκρουση με ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και θεσμούς(π.χ διαγραφή του χρέους), εντούτοις, βασιζόμενος σε μια αισιόδοξη εκτίμηση των διεθνών συσχετισμών, θεωρεί ότι η νίκη της Αριστεράς στην Ελλάδα θα δημιουργήσει τέτοια δυναμική και λαϊκή κινητοποίηση στις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ώστε θα αναγκάσει τις άλλες κυβερνήσεις σε μια συναινετική διαπραγμάτευση και αποδοχή των αιτημάτων μιας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, εντός της ευρωζώνης και της ΕΕ. Αυτή η εκτίμηση, αν και έχει σημαντική εμπειρική βάση στην οποία στηρίζεται, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα επιβεβαιωθεί στην πράξη. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ εκλαμβάνει δηλαδή το ζητούμενο ως δεδομένο, κάτι που την εκθέτει σε βολές από τους πολιτικούς της αντιπάλους, εκ δεξιών και εξ αριστερών, και δημιουργεί ως ένα βαθμό στο εκλογικό σώμα επιφυλάξεις για το ρεαλισμό των δεσμεύσεών της. Αυτή η εσωτερική αντίφαση ριζοσπαστικών στόχων-συναινετικών μεθόδων, αναδεικνύεται κι επιλύεται από την ισχυρή εσωκομματική τάση του «αριστερού ρεύματος», η οποία εύστοχα και συστηματικά επισημαίνει την αναγκαιότητα η ηγεσία και η λαϊκή βάση του ΣΥΡΙΖΑ να προετοιμαστεί για μονομερείς ενέργειες, στάση πληρωμών και έξοδο από το ευρώ, σε περίπτωση αποτυχίας της συναινετικής στρατηγικής, κι η οποία αποτελεί τον παράγοντα εκείνο που μπορεί να ωθήσει την μελλοντική κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις απαραίτητες αυτές ρήξεις, αν το επιβάλλουν οι συνθήκες.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι το διακύβευμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου είναι ξεκάθαρο: Από τη μία πλευρά, η εμμονή στη νεοφιλελεύθερη ορθοδοξία και η συνέχιση της αέναης λιτότητας, της εισοδηματικής ανισότητας και της πλήρους κατάργησης των κοινωνικών δικαιωμάτων και παροχών, η εξαθλίωση, η φτώχεια, η κυριαρχία κομμάτων εξαρτημένων από το τραπεζικό κεφάλαιο που νέμονται την εξουσία αδιαφανώς και χωρίς καμία λαϊκή νομιμοποίηση, η άνοδος του φασισμού, σε ένα ευρωπαϊκό σκηνικό 28 ανταγωνιστικών εθνικισμών, εκβιασμών και υποκρισίας. Από την άλλη πλευρά, με την εκλογική νίκη και την κυβερνητική προοπτική του ΣΥΡΙΖΑ, παρουσιάζεται η ιστορική ευκαιρία να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, με αφετηρία την Ελλάδα και πρωταγωνιστή των εξελίξεων την Αριστερά, και να ξεκινήσει μια πορεία αγώνων για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, σε εθνική και ευρωπαϊκή κλίμακα».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top