(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)

Ξύπνησε ξεπαγιασμένος και με βιάση πετάχτηκε από το κρεβάτι. Θυμήθηκε ύστερα πως ήταν Σάββατο, 17 του Γενάρη και πως… «γιόρταζε».
Φιλοδώρησε τον εαυτό του με λίγες στιγμές απόλυτου στοχασμού, σε πείσμα της συνήθειας να καταναλώνουμε εικόνες σαν αμάσητες μπουκιές από χάμπουργκερ και να «ξεπετάμε» τις σκέψεις, σαν αλλοδαπές βίζιτες…
Σκέφτηκε πως σε αυτή την παραδαρμένη και παραλλαγμένη εποχή, καταλήξαμε να αγνοούμε τις εγκεφαλικές διεργασίες που κρύβουν ένα νόημα και το προσφέρουν -δώρο πολύτιμο- στον πείσμονα της αμφισβήτησης. Καταναλώνουμε και ζούμε τα πάντα, σα ρουφηξιές από τσιγάρο. Εφτά οχτώ απανωτές, με τη λαχτάρα του χαρμάνη, κι ύστερα το αποτσίγαρο στο ρυπαρό τασάκι να θυμιατίζει βρωμερά τη θλίψη του «ζω χωρίς κάτι να προσμένω»…
Υπουργικά συμβούλια δεν τον περίμεναν. Τα φιλαράκια μόνο, στη πλατεία, για τον καθιερωμένο καφέ του τοπικού κονκλαβίου. Δε χρειαζόταν να μεταμφιεστεί με το κοστούμι σε σοβαροφανή πολιτικό άνδρα. Ένα καρό πουκάμισο και μια βλοσυρή ματιά, αποτελούσαν μια άκρως ικανοποιητική πανοπλία. Φρουροί δε στριμώχνονταν έξω από τη πόρτα του. Μόνο κάτι λογαριασμοί απλήρωτοι που είχαν στήσει ένα τοίχος μεγαλύτερο από εκείνο του Βερολίνου. Δημοσιογράφοι δε θα ακόνιζαν τους κονδυλοφόρους και τα μικρόφωνά τους για κάθε φράση με την οποία θα υποστήριζε «την πορεία της χώρας προς ανάκαμψη». Το πολύ-πολύ να ακονίζονταν τα δόντια κάποιου αδέσποτου σκύλου στα παντζάκια του παντελονιού του. Κόντρα ξύρισμα, δε χρειαζόταν. Γένια πολλών ημερών ενάντια στα υποσχεσιολογικά… «μούσια» των κοκορόπουλων και των κοκορόφτερων Με πλήθος φραγκόκοτες και χαζοπουλάδες ένα γύρω, κατερχόμενες σε νέο εξουσιαστικό γύρο.
Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Το κοινωνικό κάτοπτρο, απεικόνιζε στον συνονόματό του, ένα έθνος στα πατώματα. Άλλοι να σφουγγαρίζουν κι άλλοι να σφουγγίζουν λερές ποδιές. Άλλες να κλυδωνίζονται κι άλλες να ηδονίζονται. Μικρομεσαίους να σφαδάζουν, μικρόνοους να αλαλάζουν, μικρόψυχους να σφαγιάζουν. Πολιτικές γονατισμένες, εποχές συναλλαγμένες, ενοχές πτωχευμένες. Λεξιλόγιο γραικύλων και νοημοσύνη ικανή μόνο για να αυτοσυνουσιάζονται τηλεοπτικώς. Αποφορά εξουσίας με συνθηματοποιημένη φοβολαγνεία
Μέσα στο σκηνοθετημένο οικονομικοπολιτικό ημίφως, μάτια αρμέγουν φάτσες χωρίς να φτάνουν στα πρόσωπα και την αβυσσαλέα πύλη της ίριδας. Το βλέμμα που εξακοντίζεται, χτυπά στην ασπίδα απομόνωσης των γύρω κι επιστρέφει, είτε σαν βουβή επιβεβαίωση, είτε σαν μπούμερανγκ απόρριψης. Κοιτούν όλοι χωρίς καν να βλέπουν…
Ετερόκλητα αθύρματα με κομμένα τα νήματα, σπασμωδικά κινούνται σε ρούγες και οδούς, διεκδικώντας… «ψηφαλάκια». Αποχυμωμένες οι λέξεις τους προς αποστεωμένους από οράματα και ελπίδες, πολίτες.
Το «εδώ και τώρα», το hic et hunk των Λατίνων, η αναγκαιότητά μας να υποψιαζόμαστε όσα διακυβεύονται, έχει μετατραπεί σε «αλλούθε και ποτέ». Σαν αποβλακωμένοι πλέον, σα να αφορά άλλους κι όχι εμάς και τα παιδιά μας, προσμένουμε την από μηχανής θεού, επίλυση.
Αυτά σκεφτόταν ο Αντώνης που δεν τον ‘λεγαν Σαμαρά. Ζαλωμένος με τα σύγχρονα σαμάρια της οικονομικής δυσπραγίας, της καθυπόταξης κάθε αντίδρασης, των ομογενοποιημένων ιδεών και των ληγμένων -σα γιαούρτια- πολιτικών μηχανισμών, αμφισβητούσε πια το κάθε τι. Άναψε τσιγάρο και καθώς φυσούσε τον καπνό προς το ταβάνι, διαπίστωσε πως δε θυμόταν καλά εκείνο το στίχο από το χαζοτράγουδο των Olympians, την εποχή των νιάτων του στη Θεσσαλονίκη. «Πίσω από τις λέξεις» άραγε, ή πίσω από τις… δημοσκοπήσεις, έλεγε πως… «ερχόταν ο Αλέξης»;;;
Ξαναφύσηξε τον καπνό. Ένα ακόμη δαχτυλίδι απόγνωσης, έσβησε στον αέρα.

---------------

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top