Στο κείμενο αυτό συνεχίζουμε την παρουσίαση αρχειακού υλικού του παππού μας Χρίστου Θ. Μαυρόπουλου, που διαφύλαξε ο πατέρας μας Δημήτριος Χ. Μαυρόπουλος. Με την παρουσίαση αυτή θέλουμε να τονίσουμε τη στενή σχέση των Σανταίων με την Ιερά Μονή της Παναγίας Σουμελά, σχέση που συνεχίσθηκε και εδώ στην Ελλάδα.

Πρέπει να πούμε ότι δεν είμαστε και δε θέλουμε να κάνουμε τους ιστορικούς. Παρουσιάζουμε μόνο κάποια γεγονότα στα οποία θεωρούμε ότι πρέπει να αναφερθούμε. Εξάλλου για τα θέματα αυτά έχουν γραφεί ή θα μπορούσαν να γραφούν βιβλία.
Όπως είναι γνωστό, η επτάκωμη Σάντα του Πόντου είναι η πλησιέστερη κωμόπολη με τη Μονή Σουμελά (386 μ.Χ.). Όμως το χειμώνα η Σουμελά δεν είχε επικοινωνία με τη Σάντα, από την οποία τη χώριζαν ψηλά χιονισμένα βουνά. Επειδή κατά τον 17ο αιώνα, όπως μας πληροφορεί ο πρώτος ιστοριογράφος της Σάντας Φ. Χειμωνίδης, οι Σανταίοι είχαν μόνο μία εκκλησία στην ενορία Τερζάντων και έμεναν ανεκκλησίαστοι, γιατί δεν είχαν παπάδες, επισκέπτονταν τη Σάντα μοναχοί της Μονής, οι οποίοι εφημέρευαν για μερικούς μήνες και έφευγαν.
Η Ιερά Μονή Παναγία Σουμελά
Η Σουμελά καθώς και τα άλλα γειτονικά μοναστήρια δεν εξαρτώνταν από τις γειτονικές μητροπόλεις, αλλά απευθείας από τη Μεγάλη Εκκλησία (Πατριαρχείο). Αφού δε και τα γύρω χωριά δεν είχαν μητροπολίτη δικό τους, στα μοναστήρια αυτά, «ήτο διαπεπιστευμένη η πνευματική διακυβέρνησίς των» (χειροτονία ιερέα, άδεια γάμου, διαζύγιο, κληρονομιά, σχολεία...) και ονομάζονταν εξαρχίες, όπως μας πληροφορεί ο Σ. Αθανασιάδης. Kαι συνεχίζει: «Τον καιρό του μητροπολίτη Χαλδίας Διονυσίου Σουμελιώτη βρήκαμε τη Σάντα εξαρτημένη από τη Σουμελά, και έγινε από τα πιστότερα τέκνα της και διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο κατά τις αντιδράσεις των Μονών εναντίον της προσάρτησης των εξαρχιών στις γειτονικές μητροπόλεις (Τραπεζούντας και Χαλδίας πρώτα, και Ροδοπόλεως τελευταία). Σε όλο όμως το μακρύ διάστημα της εξάρτησης της Σάντας από τη Σουμελά, μόνο 6 Σανταίοι φόρεσαν το ράσο του μοναχού και μόνασαν στη Σουμελά». Από το Σανταίο ιστοριογράφο Σ. Αθανασιάδη πληροφορούμαστε ακόμη ότι: «Η Μονή Σουμελά τον καιρό του ιερομόναχου Μυρίδη (από τη Λιβερά) πήρε απόφαση να ανακαινίσει το κτίριο και να το ανεγείρει μεγαλύτερο και πολυτελέστερο. Επειδή δε οι Σανταίοι φημίζονταν ως άριστοι κτίστες, γι αυτό η Μονή κάλεσε τον πρωτομάστορα Δημήτριο Τσαντεκίδη και του ανέθεσε την ανέγερση αυτός στα 1860 άρχισε την ανέγερση. Το σπήλαιο ήταν στη μέση ενός πελώριου και απόκρημνου βράχου ο πρωτομάστορας δεμένος με σκοινί χάραζε τα θεμέλια και οι μαστόροι, δεμένοι και αυτοί, έσκαψαν και άνοιξαν τα θεμέλια, και με τον ίδιο τρόπο έκτισαν ωσότου ισοπέδωσαν τη βάση, οπότε η δουλειά έγινε πιο εύκολη. Το κτίριο όμως δε συμπληρώθηκε εύκολα, όχι μόνο διότι ήταν τετραώροφο, αλλά και διότι η Μονή δεν είχε όλα τα απαιτούμενα χρήματα εξακολούθησε λοιπόν η ανέγερση αρκετά χρόνια, αλλά με τον ίδιο πρωτομάστορα. Από τότε τις διάφορες επισκευές ή νέες ανεγέρσεις και μέσα και έξω από το μοναστήρι, οι μοναχοί τις ανέθεταν στους Σανταίους. Έτσι οι σχέσεις Σάντας και Σουμελάς έγιναν τόσο στενές, ώστε πολλοί Σανταίοι προτίμησαν να καταθέτουν τις οικονομίες τους στη Μονή και όχι στις τράπεζες της Τραπεζούντας».
Οι κάτοικοι της Σάντας και της Λιβεράς πρωτοστάτησαν στην ανασύσταση το 1902 της Μητροπόλεως Ροδοπόλεως με τις τρεις Μονές, την Παναγία Σουμελά, τον Αγ. Γεώργιο Περιστερεώτα και του Τιμίου Προδρόμου Βαζελώνα.
Επιστολή
Το 1908 η επιτροπή λαϊκών (τρία μέλη από την επαρχία Τραπεζούντας και τρία από την επαρχία Ροδοπόλεως) που είχε εντολή από το Πατριαρχείο να αναλάβει τη διεύθυνση και διαχείριση των οικονομικών υπό την προεδρία του Μητροπολίτη, όταν έκανε έλεγχο στη Μονή Σουμελά «με απορία είδε ότι η Μονή είχε και τραπεζικές συναλλαγές με τη Σάντα» κατά τον Σ. Αθανασιάδη. Ήταν τόσο στενή η σχέση των Σανταίων με τη Μονή Σουμελά που οι Σανταίοι δύο φορές αναγκάσθηκαν να επέμβουν με τα όπλα τους για να σώσουν τη Μονή από τις σπατάλες και τις καταχρήσεις μερικών Ηγουμένων καθώς και από την προσάρτησή της στη Μητρόπολη Τραπεζούντας. Η δεύτερη κατάληψη της Μονής από τους ένοπλους Σανταίους έγινε το καλοκαίρι του 1909 και δεν επέτρεψαν την είσοδο στη Μονή του Μητροπολίτη Τραπεζούντας. Τα αιτήματά τους ικανοποιήθηκαν λίγους μήνες αργότερα. Μετά την εκλογή του νέου Μητροπολίτη Ροδοπόλεως Κύριλλου το Σεπτέμβριο του 1909, και του νέου Ηγουμένου Άνθιμου το 1910, το Πατριαρχείο αντικατέστησε τα τρία μέλη από την επαρχία Τραπεζούντας με ισάριθμα μέλη από την επαρχία Ροδοπόλεως. Το πρώτο έγγραφο του Ιουνίου 1910 που σας παρουσιάζουμε αφορά το διορισμό του Χ. Μαυρόπουλου από το Πατριαρχείο ως μέλος της διαχειριστικής επιτροπής της Ιεράς Μονής Σουμελά. Το άλλο μέλος από τη Σάντα ήταν ο Χαράλ. Τριανταφυλλίδης.
Οι Σανταίοι αισθάνονταν πάντα αγάπη και σεβασμό στη Μ. Εκκλησία. Γι' αυτό όταν το καλοκαίρι του 1911 επισκέφθηκε τη Σάντα ένας Αρχιμανδρίτης, Πατριαρχικός αντιπρόσωπος, η υποδοχή που του έκανε η Σάντα ήταν αποθεωτική.
Επιστολή
Τον Απρίλιο του 1916 και ενώ ο ρωσικός στρατός έδινε μάχες με τους Τούρκους που οπισθοχωρούσαν, τουρκικά αποσπάσματα επισκέπτονταν τη Μονή Σουμελά με κακές διαθέσεις. Οι μοναχοί αναγκάσθηκαν να κρύψουν τα πολύτιμα αντικείμενα και να πάρουν μαζί τους την Αγία Εικόνα της Θεοτόκου κατά τη διαφυγή τους. Όπως μας πληροφορεί η «Μαύρη Βίβλος» του Οικουμενικού Πατριαρχείου το 1919: «Τη 19η Απριλίου 1916 οι πατέρες της ιεράς ταύτης μονής λεηλατηθέντες και απειληθέντες επανειλημμένως δια θανάτου εκ μέρους των Τούρκων εγκατέλιπον νύκτωρ την Μονήν και διελθόντες την πολεμικήν ζώνην διεσώθησαν εις την Λιβεράν, ευρισκομένην υπό την ρωσσικήν κατοχήν». Tην επομένη της αναχώρησης των μοναχών οι Τούρκοι εισέβαλαν στο μοναστήρι και το λεηλάτησαν. Αργότερα οι μοναχοί ξαναγύρισαν. Επειδή η Σάντα βρισκόταν μεταξύ του ρωσικού και του τουρκικού στρατού που μάχονταν, ο Ρώσος στρατηγός έδωσε διαταγή και η Σάντα εκκενώθηκε στις 2 Μαΐου του 1916, γιατί οι Τούρκοι έκαναν σφοδρές επιθέσεις στη Σάντα. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν τότε προσωρινά σε κοντινά προς την Τραπεζούντα χωριά. Στις 5 Ιουλίου του 1916 η επαρχία Χαλδίας κατελήφθη από τους Ρώσους και ο τουρκικός στρατός αποσύρθηκε από τη Σάντα. Όταν οι Σανταίοι επέστρεψαν, βρήκαν τη Σάντα λεηλατημένη πρώτα από τους Ρώσους και έπειτα από τον τουρκικό στρατό και τους Τούρκους των γειτονικών χωριών. Μέρος της επιστολής του Φ. Χειμωνίδη προς το φίλο του Χ. Μαυρόπουλο, στις 7 Αυγούστου του 1916, που σας παρουσιάζουμε μας δείχνει τη σκληρή πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Το Σεπτέμβριο του 1917, ο Χ. Μαυρόπουλος εκλέχθηκε παμψηφεί μέλος της Διαχειριστικής Οικονομικής Επιτροπής της Μόνης Σουμελά. Από αυτό το έγγραφο που σας παρουσιάζουμε πληροφορούμαστε ποιοι ήταν οι μοναχοί της Ιεράς Μονής το 1917.
Σύμφωνα με τους ιστοριογράφους της Σάντας, ο Σανταίος Άνθιμος Μαζμανίδης ήταν Ηγούμενος από το 1910 μέχρι το 1918. Μετά έγινε Ηγούμενος ο ιερομόναχος Γεράσιμος και έπειτα μέχρι το 1921 ο Σανταίος Πολύκαρπος Αδάκτυλος. Στη συνέχεια φέρεται ότι ήταν ο Σανταίος Δοσίθεος Στεφανίδης, που το 1920 είχε τεθεί σε διαρκή αργία, μέχρι τη δολοφονία του το Μάρτιο του 1922. Στο μοναστήρι έμειναν πολύ λίγοι μοναχοί. Για μεγάλο διάστημα η παρουσία των ανταρτών που συχνά επισκέπτονταν τη Μονή ήταν αποτρεπτική για τους Τούρκους.
Επιστολή
Το 1922 οι Τούρκοι αφού λεηλάτησαν τη Μονή μετά την έκαψαν.
Οι μοναχοί πριν φύγουν το 1923 έκρυψαν την εικόνα της Παναγίας με τα άλλα ιερά κειμήλια.Το 1931, ο ιερομόναχος Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ύστερα από παρέμβαση του πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου στον πρωθυπουργό της Τουρκίας Ισμέτ Ινονού και με τη συμβολή του Λ. Ιασονίδη, μετέφερε την Εικόνα της Παναγίας Σουμελά από τη Μονή στην Αθήνα μαζί με το σταυρό του Μανουήλ Γ Κομνηνού και το Ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου.Το 1952 με την ενεργή προσπάθεια του Φίλωνα Κτενίδη και την παραχώρηση πεντακοσίων στρεμμάτων έκτασης από τους Σανταίους πρόσφυγες της Καστανιάς, η Ιερά Εικόνα εγκαταστάθηκε στα ύψη του Βερμίου.Δύο από τους έξι λόγους που έγινε η επιλογή της θέσης για την ανέγερση της Μονής στην Καστανιά, όπως γράφηκε στο τεύχος 17 της Ποντιακής Εστίας, ήταν και οι παρακάτω:«5. Οι κάτοικοι καταγόμενοι όλοι εκ Σάντας, έχουσι ίσως περισσότερον από κάθε άλλην περιφέρειαν του Πόντου δεσμούς με την ιστορικήν Μονήν εις την οποίαν υπήγοντο εκκλησιαστικώς επί αιώνας .«6. Η έκτασις ήτις θα χρειάζεται δια την μονήν, τας σχολάς και τα προσαρτήματα ανήκει εις την κοινότητα Καστανιάς ήτις και την προσφέρει και ούτω δεν θα παρουσιασθεί ανάγκη προσφυγής προς το Δημόσιον δι απαλλοτριώσεις κλπ». Για τη φιλοξενία των προσκυνητών Σανταίων, οι Σανταίοι με τον οβολό τους και με την ηγεσία του Ν. Τοπαλίδη και της επιτροπής που σχηματίσθηκε το 1957, πραγματοποίησαν την ανέγερση του «Σπιτιού της Σάντας», του πρώτου για φιλοξενία οικήματος στο περιβάλλον της Παναγίας Σουμελά. Ο επάνω όροφος του οικήματος κατασκευάσθηκε από το Ν. Τοπαλίδη στη μνήμη της γυναίκας του Μαρίας. Με τη μέριμνα του συλλόγου «Η Επτάκωμος Σάντα», στις 29 Σεπτεμβρίου του 1971, έγιναν με επίσημη τελετή τα αποκαλυπτήρια του Μνημείου των Πεσόντων Σανταίων στην Παναγία Σουμελά στην Καστανιά Βέροιας, για να τιμούμε το ολοκαύτωμα της Επτάκωμης Σάντας το 1921.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. «Ιστορία και Στατιστική της Σάντας» του Φίλιππου Απ. Χειμωνίδη. Αθήνα 1902.
2. «Ιστορία και Λαογραφία της Σάντας» του Στάθη Αθανασιάδη. Θεσ/νίκη 1967.
3. «Ιστορία Σάντας του Πόντου»του Μιλτ. Νυμφόπουλου. Δράμα 1953.
4. «Η Μητρόπολις Ροδοπόλεως» του Αρχιμ. Παύλου Αποστολίδη. Έκδοση του Σωματείου «Παναγία Σουμελά» το 2003.


Παρουσίαση : Ευγενία Μαυροπούλου


"Ένωση Ποντίων Ωραιοκάστρου και Φίλων".

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top