Σήμερα το Oraiokastronews έχει την τύχη να φιλοξενεί σε πρώτη πανελλήνια δημοσίευση ένα κείμενο του Λευτέρη Αϋφαντή. Μολονότι το blog δε συνηθίζει να δημοσιεύει λογοτεχνικά κείμενα, επιλέγει να προχωρήσει σε μια εξαίρεση ως προσφορά στους αναγνώστες του. Απολαύστε το όμορφο αυτό κείμενο: 


Λευτέρης Αϋφαντής - ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΤΡΕΝΟ

Δεκαοκτώ χρονών ο Αλέξανδρος έφυγε από το χωριό του με μια
βαλίτσα γεμάτη όνειρα κι ελπίδες για το μέλλον. Θα σπούδαζε στην
Αρχιτεκτονική Σχολή. Ήταν το όνειρό του να ξαναδώσει χρώμα στα
έρημα πλέον χωριά του τόπου του.
Η μεγαλούπολη τον πρώτο καιρό του άρεσε. Μπορούσε να ζήσει
αλλιώς και να χαρεί όσα στερήθηκε από παιδί στην κλειστή κοινωνία
του χωριού του. Ήταν αποφασισμένος να αφιερωθεί στα όνειρά του.
Ήταν όμως μόνος και ένιωθε έντονη την ανάγκη να αγαπήσει και να
αγαπηθεί. Ο Αλέξανδρος δεν έζησε την αγάπη στα φοιτητικά του
χρόνια. Ήταν συνεπής φοιτητής, καλός φίλος για όλους και
αγωνιστής. Από 18 χρονών είχε ήδη ανεβεί σε κείνο το τρένο.
Ήταν ένα τρένο από τα παλιά, αυτά που δεν κυκλοφορούν πια
σήμερα, με πολλά βαγόνια αργό αλλά σταθερό. Εξωτερικά δεν ήταν
ωραίο. Πολλές φορές μάλιστα προκαλούσε δυσφορία στους
ανθρώπους όταν το έβλεπαν να περνά. Έκανε δυνατό θόρυβο και η
σφυρίχτρα του σου τρυπούσε τα τύμπανα. Κι εκείνο το φουγάρο
τεράστιο. Γέμιζε με καπνό τον ορίζοντα και άφηνε τη μυρωδιά του
από εκεί που περνούσε. Ενώ συνήθως τα παλιά εκείνα τρένα ήταν
μαύρα, αυτό είχε άλλο χρώμα. Ήταν βαμμένο κατακόκκινο παντού.
Παράξενο χρώμα. Και πάνω στην εξωτερική του όψη είχε γραμμένα
πολλά συνθήματα. Αυτό όμως που έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν
ένα σύνθημα γραμμένο με μεγάλα άσπρα γράμματα: «ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ
ΜΑΣ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΕΦΙΑΛΤΕΣ ΤΟΥΣ».
Εσωτερικά το τρένο δεν ήταν καθόλου άνετο. Δεν υπήρχαν
καμπίνες με κρεβάτια και καναπέδες. Ούτε καν καθίσματα. Που και
που έβλεπες από καμιά καρέκλα σε κάθε βαγόνι. Όλο το τρένο ήταν
ένας δρόμος. Τα πατώματα ξύλινα, έτριζαν καθώς περνούσαν οι
επιβάτες. Τα παράθυρα και οι πόρτες δεν έκλειναν ποτέ. Ήταν πάντα
ανοικτά. Χειμώνα καλοκαίρι. Σε κάποιο βαγόνι υπήρχε και ένα
τηλέφωνο για τους επιβάτες. Αυτό που έκανε εντύπωση ήταν πως
στο ένα βαγόνι υπήρχε μια τεράστια βιβλιοθήκη με άπαντα
θεωρητικών συγγραφέων και φιλοσόφων περασμένης εποχής.
Οι επιβάτες του τρένου ήταν κατά κύριο λόγο νέοι και νέες,
φοιτητές, εργάτες, υπάλληλοι, οι πιο πολλοί στην ηλικία του
Αλέξανδρου. Είχαν όνειρα και ελπίδες για έναν άλλο κόσμο, μια άλλη
κοινωνία με αξίες, ιδανικά και χωρίς εκμετάλλευση. Ήταν πάντα
όρθιοι. Είχες την εντύπωση πως δεν κοιμόντουσαν ποτέ. Σκληροί
άνθρωποι που δε λύγιζαν. Οι άνθρωποι που κοίταζαν από περιέργεια
από τους διάφορους σταθμούς, τους έβλεπαν πολλές φορές να
έχουν σηκωμένο το αριστερό χέρι γροθιά για ώρα και να φωνάζουν
μαζικά συνθήματα. Έδιναν την εντύπωση πως ήταν ακούραστοι. Δεν
ένιωθαν ούτε κρύο ούτε ζέστη. Δε λύγιζαν. Όπως το κυπαρίσσι δε
λυγάει στην κακοκαιριά. Έτσι λέει ο ποιητής. Οι άνθρωποι αυτοί
ήξεραν να αγαπούν αγνά και ειλικρινά. Πολεμούσαν την
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Πρόσεχαν τη φύση και το
περιβάλλον. Κοίταζαν πάντα μπροστά με ένα βλέμμα αγέρωχο και
καθαρό. Εκεί έβρισκες τη χαμένη περηφάνια και την αξιοπρέπεια που
είχε αρχίσει πια να εκλείπει από την κοινωνία της λήθης και της
αλλοτρίωσης.
Οι σταθμοί για το τρένο αυτό ήταν λίγοι. Σταματούσε μόνο όταν
ήταν η ώρα να ανεβεί κάποιος νέος επιβάτης. Τον πρώτο καιρό και
ενώ οι επιβάτες ήταν πολυάριθμοι, επιβιβάζονταν πολλοί άνθρωποι σε κάθε σταθμό, γεμάτοι πάθος, όνειρα κι ελπίδα να αλλάξουν τον
κόσμο. Στους σταθμούς δεν αποβιβαζόταν κανείς από τους επιβάτες.
Δεν υπήρχε τρόπος αποβίβασης.
Η επαφή των επιβατών με τον έξω κόσμο ήταν ελάχιστη. Ο μόνος
τρόπος επικοινωνίας ήταν το τηλέφωνο του τρένου. Χτυπούσε
σπάνια. Οι άνθρωποι του έξω κόσμου, οι φίλοι και οι συγγενείς των
επιβατών λες και είχαν κάποιο φόβο που τους εμπόδιζε να
επικοινωνήσουν με το δικό τους επιβάτη. Πολλοί επιβάτες μάλιστα,
όταν ανέβηκαν στο τρένο, έχασαν εντελώς τους δικούς τους
ανθρώπους. Ακούστηκε μάλιστα πολλές φορές πως ο Μεγάλος
Αδελφός που διοικούσε τον κόσμο απαγόρευε την επικοινωνία με το
τρένο.
Ο Αλέξανδρος δεν είχε επικοινωνία με τους δικούς του. Δεν είχε
κοιτάξει ποτέ έξω από τα παράθυρα καθώς το τρένο σταματούσε
στους σταθμούς. Ή μάλλον κοίταξε μόνο δύο φορές. Την πρώτη
φορά ήταν όταν πρωτοανέβηκε από το σταθμό της Παύλου Μελά.
Έριξε μια τελευταία ματιά πίσω του και το μάτι του στάθηκε σε ένα
καφενεδάκι. Εκεί, ανάμεσα στον κόσμο που έπινε τον πρωινό του
καφέ, είδε ένα κορίτσι ντυμένο στα άσπρα. Το κορίτσι ήταν πολύ
όμορφο με υπέροχα μάτια και του άρεσε υπερβολικά. Σε λίγο το
τρένο είχε χαθεί, αλλά η εικόνα του κοριτσιού είχε μείνει στο μυαλό
του. Τη θυμόταν μάλιστα πολλές φορές σαν όνειρο. Η δεύτερη φορά
ήταν πάλι στο σταθμό του Λευκού Πύργου μετά ακριβώς από ένα
χρόνο. Καθώς το τρένο σταμάτησε και ανέβηκε ένας επιβάτης, την
είδε πάλι να κάνει βόλτα δίπλα στη θάλασσα, κρατώντας στην
αγκαλιά της ένα μικρό αγοράκι. Το κορίτσι ήταν μάνα. Δεν την
ξαναείδε από τότε, αλλά δεν την ξέχασε. Και τη συνάντησε ξανά
μετά από 21 χρόνια. Ήταν η Όλγα.
Ένα πρωί, κι ενώ είχαν περάσει πέντε χρόνια ήδη που ο
Αλέξανδρος ταξίδευε με το κόκκινο τρένο, άκουσε μια ανακοίνωση
από το μεγάφωνο. Κάποιος τον είχε καλέσει στο τηλέφωνο και
έπρεπε, αν ήθελε, να πάει να μιλήσει. Σηκώθηκε από περιέργεια και
μόλις σήκωσε το τηλέφωνο άκουσε τη φωνή της μητέρας του. Η
μητέρα του τον αγαπούσε πολύ. Και ήταν αυτή που του είχε
εμφυτεύσει από παιδί όλες τις αξίες και τα ιδανικά, τα οποία
προσπαθούσε τώρα να κάνει πράξη. Την άκουσε να κλαίει και να του
ζητά να κατέβει στο σταθμό της μικρής πολιτείας που ζούσαν οι
γονείς του και η αδελφή του. Ήταν όλοι καλά. Τους είχε λείψει. Η
αδελφή του θα παντρευόταν σύντομα. Αυτός της μίλησε ευγενικά,
της είπε πόσο τους αγαπάει, αλλά δεν υποσχέθηκε τίποτα.
Από τότε πέρασε ένας χρόνος. Στο διάστημα αυτό το τρένο δε
σταμάτησε σε κανένα σταθμό. Δεν ανέβηκε κανένας νέος επιβάτης.
Και μάλιστα συνέβαινε κάτι περίεργο. Οι επιβάτες του τρένου
λιγόστευαν συνεχώς. Είχαν μείνει λίγοι αλλά ακόμα όρθιοι. Ο
Αλέξανδρος είχε χάσει σχεδόν όλους τους φίλους του. Είχαν φύγει
κρυφά νύχτα, σαν τους κλέφτες, πηδώντας από τα παράθυρα του
τρένου, μιας και δεν υπήρχε τρόπος αποβίβασης. Άρχισε να
αισθάνεται πολύ μόνος. Οι σπουδές είχαν τελειώσει και αυτός ακόμη
δεν είχε αγαπήσει. Δεν είχε αγαπηθεί. Καθώς σκεφτόταν όλα αυτά
πέρασε πάλι από το μυαλό του σαν όνειρο η εικόνα του κοριτσιού
που ήταν ντυμένο στα άσπρα. Μια δυνατή πάλη άρχισε να γίνεται
μέσα του.
Παραδόξως αισθανόταν κουρασμένος. Ήθελε να δει τους δικούς
του. Δεν ήθελε όμως να αφήσει το τρένο. Σε λίγες μέρες το τρένο θα
περνούσε από το σταθμό της μικρής πολιτείας. Ήξερε πως εκεί θα
τον περίμεναν οι δικοί του. Κάποιο βράδυ οι ράγες του τρένου
έτριζαν δυνατά. Φοβήθηκε. Νόμιζε πως το τρένο θα εκτροχιαστεί.
Ίσως πίστεψε πως ο μεγάλος αδελφός έβαλε να σκοτώσουν τους
επιβάτες. Εκείνη την ώρα είδε μπροστά του πάλι την εικόνα του
κοριτσιού. Θα έκανε τα πάντα για να την ξαναδεί. Φοβήθηκε μην
πεθάνει και χάσει την ευκαιρία της αγάπης. Χωρίς να το σκεφτεί
πήδηξε από το τρένο. Καθώς έβλεπε το τρένο να απομακρύνεται, λιποθύμησε…

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top