Το κείμενο της «προγραμματικής συμφωνίας» της τρι-κομματικής κυβέρνησης περιέχει την πρόβλεψη ότι «η συλλογική αυτονομία και η ισχύς των συλλογικών συμβάσεων εργασίας επανέρχεται στο επίπεδο που προσδιορίζουν το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Δίκαιο και το ευρωπαϊκό κεκτημένο, σύμφωνα με το οποίο το ύψος του μισθού στον ιδιωτικό τομέα συμφωνείται μεταξύ των κοινωνικών εταίρων».

Η αναφορά αυτή είναι γενικόλογη και ασαφής.

Η σχετική προεκλογική συζήτηση για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις επικεντρώθηκε κυρίως στο θέμα της «μετενέργειας» και στον προσδιορισμό του κατώτατου μισθού, παραμερίζοντας τις δραματικές μεταβολές που συντελέστηκαν στις εργασιακές σχέσεις την τελευταία διετία.

Αρκεί να θυμηθούμε ότι με αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης επιβλήθηκαν ρηξικέλευθα μέτρα που δε συνάδουν με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, όπως είναι το πάγωμα μισθών ή/ και η μείωση τους στον ιδιωτικό τομέα με κυβερνητική πράξη, η θέσπιση ανώτατου ορίου στις μισθολογικές ρυθμίσεις των συλλογικών συμβάσεων για μια τριετία, η νομοθετική υπονόμευση των κλαδικών συμβάσεων, ο προσανατολισμός των συμβάσεων προς το επίπεδο της επιχείρησης και της ατομικής διαπραγμάτευσης, η δραστική απίσχνανση των υποστηρικτικών των ΣΣΕ μηχανισμών (ΟΜΕΔ) κ.λπ.

Τα αποτελέσματα των παρεμβάσεων αυτών είναι ήδη ανάγλυφα. Το πλήθος των επιχειρησιακών και των ατομικών συμβάσεων αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Η ύφεση ανέτρεψε πλήρως το σκηνικό κοινωνικής εταιρικότητας της τελευταίας 20ετίας και προώθησε περαιτέρω την ευελιξία στην αγορά εργασίας, την κατάργηση πολλών εργασιακών δικαιωμάτων και τη συμπίεση του κόστους εργασίας και των εισοδημάτων των μισθωτών.

Οι δύο κρισιμότερες αλλαγές στο πεδίο των συλλογικών διαπραγματεύσεων αναφέρονταν στην κατάργηση της επέκτασης των συλλογικών συμβάσεων στις επιχειρήσεις που δεν είναι μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών οργανώσεων και στην κατάργηση του μονομερούς δικαιώματος προσφυγής στη διαιτησία από τις εργατικές οργανώσεις σε περίπτωση που η διαδικασία μεσολάβησης αποβεί άγονη.

Οι δύο αυτοί πυλώνες του εθνικού συστήματος εργασιακών σχέσεων διατηρούσαν μια ισορροπία μεταξύ των κοινωνικών εταίρων. Χωρίς αυτές ή ισοδύναμες δικλείδες ασφαλείας - και ανεξαρτήτως προθέσεων της νέας κυβέρνησης - τα περιθώρια αποφασιστικών παρεμβάσεων είναι περιορισμένα. Ο προσανατολισμός της χώρας στη στρατηγική της ταχύρυθμης εσωτερικής υποτίμησης (και δη της αμοιβής της εργασίας) δε φαίνεται ότι συνάδει με το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο που, δυστυχώς, στην Ελλάδα λειτούργησε μόνο την εποχή των ευτραφών αγελάδων.

* Επικ. Καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου
Share on facebook

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top