Παρασκευή Κουφοπούλου
τ. Πρόεδρος Δ.Σ. Κ.Ε.Κ.Υ.Κ.Α.ΜΕΑ. Κυκλάδων
BSc. Κοινωνικής Πολιτικής
MSc. Κράτος & Δημόσια Πολιτική
(Κατεύθυνση: Διοικητικής Επιστήμης)


«Ένας κόσμος όπου 1 δις άνθρωποι υποσιτίζονται
είναι μια διογκούμενη απειλή για την παγκόσμια ασφάλεια
(Jose – Manuel Barroso

  
Γνωρίσματα των τελευταίων ετών είναι τόσο η επιδείνωση της κατάστασης του περιβάλλοντος όσο και η αστάθεια των τιμών παραγωγού και η ύπαρξη διατροφικών κρίσεων. Στο άμεσο μέλλον αναμένονται αλλαγές σε οικονομικό, δημογραφικό, τεχνολογικό και περιβαλλοντικό επίπεδο, οι οποίες θα αποτελέσουν πρόκληση για παραγωγούς, επιχειρήσεις, καταναλωτές αλλά και κυβερνήσεις (Μπατζελή, 2011: 155). Επίκεντρο των ριζικών και σύνθετων τεχνολογικών, οικονομικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικών αλλαγών είναι ο αγροτικός τομέας και το ευρύτερο αγροδιατροφικό σύστημα. Εκ πρώτης συρρικνώνεται το ειδικό...

 βάρος του (αγροτικού τομέα) στο πλαίσιο της γενικότερης τομεακής αναδιάρθρωσης του ακαθάριστου προϊόντος στην οικονομία. Περαιτέρω, γύρω από τον κεντρικό άξονα που αφορά την κάλυψη των διατροφικών αναγκών, αναφύονται κρίσιμα θέματα που παραπέμπουν στις σχέσεις της γεωργίας με την ύπαιθρο και το περιβάλλον, στις προκλήσεις από τις εφαρμογές της γενετικής μηχανικής, στον αυξανόμενο έλεγχο της παραγωγής και εμπορίας τροφίμων σε παγκόσμιο επίπεδο από περιορισμένο αριθμό πολυεθνικών εταιρειών, στην εμπορευματοποίηση του γενετικού υλικού και τελικώς στην ιδιωτικοποίηση της ίδιας της ζωής (Νικολαϊδης, 2010: 13). Πρακτικά, λοιπόν, ο αγροτικός τομέας και το ευρύτερο αγροδιατροφικό σύστημα καλούνται να αναλάβουν πολύπλευρα και κρίσιμα καθήκοντα στα πλαίσια θεμελιωδών θεμάτων για τον άνθρωπο, π.χ. η παραγωγή ασφαλών τροφίμων, η ορθολογική χρήση των φυσικών πόρων (αέρας, έδαφος, νερό), η συμβολή στην αναπτυξιακή διαδικασία, δηλ. δικαιώνοντας τον ρόλο του αγροτικού τομέα ως πολυλειτουργικού τομέα της οικονομίας.
  Ο κλασσικός ρόλος του αγροτικού τομέα, δηλ. η παραγωγή τροφίμων για την σίτιση του πληθυσμού, υφίσταται εντούτοις το περιεχόμενο αυτής διαφοροποιείται κατά κόρον σε τέτοιο βαθμό που να εγείρονται ερωτήματα τόσο για τον τρόπο παραγωγής των αγροτικών προϊόντωνόσο και για τον τρόπο που το αγροτικό προϊόν φθάνει στον καταναλωτή. Η διαφοροποίηση του περιεχομένου αυτού αποτυπώνει το σύνολο της αγροτικής παραγωγής με τους εμπλεκόμενους σ’ αυτήν, που παρομοιάζεται με ένα συνεχές (όπως ακριβώς στην Φυσική Επιστήμη). Γι’ αυτό και στην δύσκολη οικονομική συγκυρία που βιώνουμε η ποιότητα και η ασφάλεια των αγροτικών προϊόντων είναι γνώμονας για μια ορθή καλλιεργητική πρακτική (ώστε να αποφευχθούν η πείνα, ο υποσιτισμός και η διατροφική ανασφάλεια) συμβάλλοντας στην ισορροπία και την ανάπτυξη της οικονομίας. Ωστόσο, η πείνα και ο υποσιτισμός και η διατροφική ανασφάλεια, δεν συναντώνται αποκλειστικά και μόνο στις αναπτυσσόμενες χώρες. Είναι ενδεικτικό ότι στις Η.Π.Α., την παγκόσμια υπερδύναμη, το 12% των νοικοκυριών βρίσκεται σε καθεστώς διατροφικής ανασφάλειας (Νικολαϊδης, 2010: 14).
  Αν και θα περίμενε κανείς ότι ο υποσιτισμός και η πείνα είναι αποτέλεσμα της αποκλειστικά και μόνο της γεωργίας, εντούτοις δεν είναι έτσι. Γενεσιουργές αιτίες αυτών είναι οι ακραίες καιρικές συνθήκες και φυσικές καταστροφές με ταυτόχρονη αδυναμία διαχείρισης εκτάκτων καταστάσεων, ο υπερβολικός προσανατολισμός σε εξαγωγικές καλλιέργειες, ο περιορισμός της εγχώριας παραγωγής από εισαγωγές, η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η υπερβολική πληθυσμιακή συσσώρευση στα αστικά κέντρα[1]. Επομένως, η πείνα και ο υποσιτισμός είναι απόρροια της άνισης διανομής του πλούτου και σύμπτωμα του φαινομένου της φτώχειας. Όσοι υποσιτίζονται αντιμετωπίζουν, ταυτόχρονα, και άλλα προβλήματα όπως π.χ. προβλήματα στέγασης, ένδυσης, υγειονομικής κάλυψης, εκπαίδευσης κλπ. Με δεδομένο ότι ο αγροτικός τομέας οφείλεται εν μέρει, και όχι εξ ολοκλήρου, για την πείνα και τον υποσιτισμό ουσιώδες είναι να αντιμετωπιστεί το σύμπτωμα και όχι η αιτία του προβλήματος.
 Ακόμα και όταν υπάρχει επάρκεια τροφίμων, τίθεται το ζήτημα της ασφάλειας και της ποιότητας τους. Η ποιότητα αφορά τη θρεπτική αξία, ενώ η ασφάλεια αναφέρεται στη βεβαιότητα ότι τα τρόφιμα δεν θα προκαλέσουν δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία. Επίσης, η διατροφική ασφάλεια αφορά την περιεκτικότητα σε χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στα διάφορα στάδια της παραγωγής. Επιπρόσθετα, η ποιότητα και η ασφάλεια των τροφίμων συναντάται σε δύο άξονες. Στο στάδιο της πρωτογενούς παραγωγής και στο στάδιο που περιλαμβάνει επόμενες φάσεις, όπως η μεταφορά, η αποθήκευση και η μεταποίηση. Στη πρωτογενή παραγωγή αρκετά συχνά χρησιμοποιούνται άστοχα λιπάσματα, φυτοφάρμακα, αυξητικές ορμόνες αλλά κυρίως στον συνδυασμό τους με άμεσο στόχο την εντατικοποίηση της παραγόμενης ποσότητας. Βέβαια, το κάθε αγροτικό προϊόν δεν φθάνει αυτούσιο στον καταναλωτή αλλά επεξεργασμένο με πρόσμιξη συντηρητικών κλπ. Γι’ αυτό και στην ποιότητα και ασφάλεια των τροφίμων ρυθμιστής είναι η βιομηχανία τροφίμων και το δίκτυο αποθήκευσης και διανομής όλο καιν συχνότερα.
  Πολλές φορές η έκπτωση της ποιότητας και ασφάλειας των τροφίμων είναι ταυτόσημη με την μείωση του κόστους της αγροτικής παραγωγής, όπως ακριβώς συμβαίνει την μείωση των επιδοτήσεων της Κοινής Αγροτικής Παραγωγής (Κ.Α.Π.). Υπολογίζεται από τον Ο.Ο.Σ.Α. ότι τα αγροτικά προϊόντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) είναι 29% ακριβότερα απ’ ότι θα ήταν χωρίς επιδοτήσεις. Επομένως, η εισαγωγή φθηνότερων αγροτικών προϊόντων από Τρίτες Χώρες, αφενός θα μείωνε τις τιμές λιανικής, αφετέρου θα απελευθέρωνε αγοραστική δύναμη για άλλα αγαθά και υπηρεσίες, και μάλιστα σε μια περιοχή με υψηλά εισοδήματα [Νικολαϊδης, 2010: 60].
  Βέβαια, η συνεχώς εντεινόμενη διαδικασία μετατροπής του ανθρώπου σε καταναλωτική μονάδα χαρακτηρίζει και το περιεχόμενο της διατροφής, η οποία συνιστά αναπόσπαστο μέρος της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Γι’ αυτό, ο ανεξέλεγκτος μηχανισμός της αγοράς συσχετίζει την αυτονόητη αποστολή της γεωργίας που είναι η παραγωγή αγροτικών προϊόντων με ποιότητα και ασφάλεια με αειφόρο τρόπο, δηλ.  με τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζονται οι επόμενες γενεές. Έτσι, η ανεξέλεγκτη αγορά όχι μόνο δεν επαναφέρει την αγροτική παραγωγή στην αυτονόητη αποστολή της αλλά αντίθετα την απομακρύνει όλο και περισσότερο (ως οικονομική νομοτέλεια). Προκειμένου να αποφευχθεί αυτό το γεγονός θα πρέπει να γίνει επαναπροσδιορισμός των πολιτικών χειρισμών και της στρατηγικής στην αντιμετώπιση της πείνας και του υποσιτισμού. Μέχρι τώρα έχουν γίνει κάποιες αξιόλογες προσπάθειες, τόσο σε επίπεδο Ε.Ε. όσο και στην ελληνική διοικητική πρακτική.
   Η Ε.Ε., προκειμένου να διασφαλίσει την υγιεινή και την ασφάλεια των τροφίμων[2] και κατ’ επέκταση στην υγεία των καταναλωτών, κατέστησε υποχρεωτική την εφαρμογή του HACCP(Hazard Analysis and Critical Control Point)[3] σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας (food chain) των τροφίμων. Στηρίχθηκε στις αρχές της αναγνώρισης κινδύνων, του καθορισμού κρίσιμων σημείων ελέγχου και της εγκαθίδρυσης συστήματος παρακολούθησης. Ουσιαστικά, αποτελεί μια συστηματική προσέγγιση της ασφάλειας των τροφίμων και των φαρμακευτικών σκευασμάτων που εξαρχής στοχεύει στην αναγνώριση, την εκτίμηση της επικινδυνότητας και σοβαρότητας, καθώς και τον έλεγχο των φυσικών, χημικών και βιολογικών κινδύνων με την έννοια της πρόληψης τους και όχι της αναγνώρισης τους κατά την επιθεώρηση του τελικού προϊόντος. Το σύστημα HACCP τονίζει το ρόλο που έχει η βιομηχανία στη συνεχή πρόγνωση και επίλυση προβλημάτων και πώς δεν πρέπει αυτή να αρκείται στις επιθεωρήσεις των εγκαταστάσεων από τις αρμόδιες κρατικές αρχές για τη διαπίστωση της απώλειας ελέγχου[4].
 Το 1993 η Ε.Ε. εξέδωσε την Οδηγία 93/43[5] και κατέστησε το HACCP υποχρεωτικό για όλες τις βιομηχανίες επεξεργασίας τροφίμων. Η Οδηγία αυτή θα καταστεί υποχρεωτική και άρχισε να εφαρμόζεται μόλις το 2000. Ακολούθησε η έκδοση και άλλων Οδηγιών στηριζόμενων στις αρχές του HACCP για τα κρέατα 92/5, για το γάλα 92/46 και τα ιχθηρά 91/493 (Ε.Ο.Κ.)[6]. Αργότερα, στο Ελσίνκι τον Δεκέμβριο του 1999, δόθηκε έμφαση στη βελτίωση των ποιοτικών προτύπων και των συστημάτων ελέγχου μέσα στην αλυσίδα της παραγωγικής διαδικασίας (foodchain) τροφίμων ‘από το στάβλο στο τραπέζι’. Έτσι, στις 12/1/2000 εκδόθηκε η Λευκή Βίβλος για την Ασφάλεια των Τροφίμων η οποία και έθεσε τις βάσεις για μια νέα πολιτική τροφίμων: μια σύγχρονη, επικαιροποιημένη νομοθεσία με συνεκτικούς και διαφανείς κανονισμούς, ισχυροποιημένους ελέγχους από το αγρόκτημα στο τραπέζι και ενισχυμένη δυνατότητα για ένα συμβουλευτικό διεπιστημονικό σύστημα με στόχο την εγγύηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας και προστασίας του καταναλωτή. Άμεσο αποτέλεσμα αυτού ήταν η πλήρης αναμόρφωση της κοινοτικής και κατά συνέπεια της ελληνικής νομοθεσίας.
  Με την Κ.Υ.Α. 487/2000, η ελληνική νομοθεσία εναρμονίζεται στην Οδηγία 93/43, η οποία καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Κ. 852/2004, καθιστώντας το HACCP[7]υποχρεωτικό σε όλες τις επιχειρήσεις τροφίμων. Το 2002 εκδόθηκε ο Κ. 178/2002 ο οποίος καθορίζει τις γενικές αρχές και απαιτήσεις της νομοθεσίας τροφίμων, προδιαγράφει γενικές διαδικασίες που αφορούν την ασφάλεια των τροφίμων και θέσπισε την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας των Τροφίμων. Ορισμένα άρθρα του συγκεκριμένου Κανονισμού συνοδεύονται από τον Οδηγό εφαρμογής τους ο οποίος εκδόθηκε και τέθηκε σε ισχύ στις 20/12/2004. Η πληθώρα της κοινοτικής νομοθεσίας καταδείκνυε την ανάγκη για απλοποίηση και επικαιροποίηση του παράγωγου κοινοτικού δικαίου με στόχο την ολοκληρωμένη προσέγγιση της παραγωγής τροφίμων ‘από τη φάρμα στο τραπέζι’. Η ενοποιημένη νομοθεσία που εφαρμόζεται από 1/1/2006 ονομάζεται ‘Δέσμη Υγιεινής’ (Hygiene Package) και η οποία περιελάμβανε 3 Κανονισμούς και μια Οδηγία: Καν. 852/2004, 853/2004, 854/2004 και Οδηγία 2004/41. Από τότε έχουν εκδοθεί αρκετοί Κανονισμοί και Οδηγίες οι οποίοι δεν καταργούν όμως τον βασικό κορμό της ‘Δέσμης Υγιεινής’.
 Στην Ελλάδα, ιδρύθηκε το 1999 ο Ενιαίος Φορέας Ελέγχου Τροφίμων (Ε.Φ.Ε.Τ.)[8] με το Ν. 2741/1999. Άρχισε να λειτουργεί από τις 13/1/2000 και τέθηκε υπό την εποπτεία του Υπουργείου Ανάπτυξης (ΥΠ.ΑΝ.) αποτελώντας τον κύριο φορέα ελέγχου τροφίμων στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα.
 Από τότε στην καθημερινότητα της πολιτικής τροφίμων πολλά δεδομένα έχουν επαναδιατυπωθεί. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του καθεστώτος της Πολλαπλής Συμμόρφωσης (Κ. 1782/2003) και την Αναθεώρηση της Κ.Α.Π. τον Ιούνιο 2003. Εισήχθη τότε το καθεστώς της οικειοθελούς δεσμευτικότητας καθώς σ’ αυτό καλούνταν να υπακούσουν οι αγρότες που λάμβαναν κοινοτικές επιδοτήσεις ακολουθώντας πρότυπα Κανονιστικών Απαιτήσεων Διαχείρισης και Ορθών Γεωργικών Πρακτικών, διαφορετικά δεν θα λάμβαναν τις κοινοτικές ενισχύσεις και θα κατέβαλαν αρκετά επιβλαβή πρόστιμα, ύστερα από τους απαιτούμενους ελέγχους.
 Ωστόσο, από τότε η κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα έχει αλλάξει κατά κόρον με την οικονομική κρίση να επιδρά σε κάθε τομέα οικονομικής δραστηριότητας σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο. Λογικό και επόμενο είναι ο αγροτικός τομέας να βρίσκεται στο στόχαστρο και να ταλανίζεται διαρκώς. Γι’ αυτό και αρκετά σκεπτόμενα άτομα στην Ε.Ε. κάνουν λόγο για κατάρρευση του ελεγκτικού μηχανισμού της αλυσίδας τροφίμων, σε ενδεχόμενη διάλυση της εύθραυστης ευρωπαϊκής οικονομίας. Άλλωστε, δεν δύναται να μιλάμε για οικονομική ασφάλεια χωρίς να έχει προϋπάρξει διατροφική ασφάλεια[9]. Σε μια περίοδο πολιτικής αστάθειας και οικονομικής αβεβαιότητας όπως η σημερινή, μετά βίας εισάγεται η αειφορία στη διατροφική αλυσίδα. Γι’ αυτό και θα πρέπει να σχεδιαστεί μια ολοκληρωμένη πολιτική αγροτικής παραγωγής, από το χωράφι στον καταναλωτή. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται με τον ορθότερο τρόπο η παραγωγή του αγροτικού προϊόντος σε ιδανικές συνθήκες ώστε να μην δημιουργεί προβλήματα στην υγεία του καταναλωτή[10]. Επομένως, σύγχρονη εποχή χωρίς διατροφική ασφάλεια δεν μπορεί να υπάρξει. Με γνώμονα αυτό θα τεθούν οι βάσεις για μια ισχυρή αναπτυξιακή στρατηγική της παγκόσμιας και κυρίως της ελληνικής οικονομίας, με την ισχυροποίηση του αγροτικού τομέα.

ΠΗΓΗ

· Stamoulis K., McCarthy N., Lipper L. (25/11/2010): Climate change & challenges for food & agricultural policies for the 21st century (p. 1 – 32), PLENARY OPENING SESSION, 117th E.A.A.E. SEMINAR ‘Climate Change, Food Security & Resilience of Food & Agricultural Systems in Developing Countries: Mitigation & Adaptation Options’, 25 – 27/11/2010, Hohenheim Castle, Stuttgart, Germany.
· Καραδήμα Σ. (2010): Εφαρμογή Συστήματος Διαχείρισης Ασφάλειας Τροφίμων σε Βιοτεχνία εισαγωγής, συσκευασίας & διανομής τροφίμων – Στοιχεία κόστους ασφάλειας, ποιότητας & επικύρωσης, Π.Μ.Σ. Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων & Διατροφής Ανθρώπου, Κατεύθυνση: Συστήματα Διαχείρισης Ποιότητας & Διασφάλισης Υγιεινής Τροφίμων, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα.
· Μπατζελή Κ. (2011): Η Νέα Διακυβέρνηση & Ανάπτυξη της Ε.Ε. Η διατροφική ασφάλεια ως αναπτυξιακή πολιτική, ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα.
· Νικολαϊδης Ε. (2010): ΓΕΩΡΓΙΑ, ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ, ΔΙΑΤΡΟΦΗ. Η ελληνική γεωργία στο παγκόσμιο αγροδιατροφικό σύστημα, ΠΑΠΑΖΗΣΗ, Αθήνα.

Ιστοσελίδες

· www.agronews.gr
· www.yyka.gov.gr


[1] Εκτιμάται ότι το 2050 προκειμένου να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού, θα πρέπει να διπλασιαστεί η παραγωγή τροφίμων. Τότε αναμένεται ο πληθυσμός της γης να φθάσει τα 9,1 δις άτομα. Το 2010, η πείνα αφορούσε 925 εκ. ανθρώπους ανά τον κόσμο [Βλ. Stamoulis K. et al. (25/11/2010): Climate Change & Challenges for Food &Agricultural Policies for the 21st century (p. 3,5), PLENARY SESSION, 117th E.A.A.E. SEMINAR ‘Climate Change, Food Security & Resilience of Food & Agricultural Systems in Developing Countries: Mitigation & Adaptation Options’, 25 – 27/11/2010, Hohenheim Castle, Stuttgart, Germany].
[2] Η προώθηση ενός υψηλού επιπέδου διασφάλισης των τροφίμων, είναι εκ των υψίστων προτεραιοτήτων της για τα επόμενα χρόνια.  
[3] Βλ. Καραδήμα Σ. (2010): Εφαρμογή Συστήματος Διαχείρισης Ασφάλειας Τροφίμων σε Βιοτεχνία Εισαγωγής, Συσκευασίας & Διανομής Τροφίμων – Στοιχεία Κόστους Ασφάλειας, Ποιότητας & Επικύρωσης, Π.Μ.Σ. Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων & Διατροφής Ανθρώπου, Κατεύθυνση: Συστήματα Διαχείρισης Ποιότητας & Διασφάλισης Υγιεινής Τροφίμων, Γ.Π.Α., Αθήνα, σ. 9 – 13.  
[4] Το 1963 ο F.A.O. (Food and Agricultural Organization) και η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (Π.Ο.Υ.) ιδρύουν την επιτροπή του Codex Alimentarius, της οποίας οι στόχοι είναι η προστασία της υγείας των καταναλωτών και η διασφάλιση σωστών πρακτικών στο διεθνές εμπόριο τροφίμων. Ακολούθως, το 1967 η Αμερικάνικη Διεύθυνση Τροφίμων και Φαρμάκων μαζί με την βιομηχανία τροφίμων ξεκίνησαν ένα πιλοτικό πρόγραμμα αυτοπιστοποίησης που σχεδιάστηκε με στόχο να ενσωματώσει τις ιδέες του HACCP στη παραγωγική διαδικασία. Μόλις το 1971 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το HACCP στο 1ο Αμερικάνικο Συνέδριο για την Ασφάλεια Τροφίμων. Το 1980, εξήλθε εκτός αμερικάνικών συνόρων το HACCP και ενσωματώθηκε στις πρακτικές πολλών χωρών για την διασφάλιση της παραγωγικής διαδικασίας (food chain) των τροφίμων τους. Έτσι, το 1991 ο Codex Alimentarius ενσωμάτωσε τις αρχές του HACCP στο περιεχόμενο του.
[5] Με την Οδηγία 93/43 η Ε.Ε., θεσπίζει τους γενικούς κανόνες υγιεινής των τροφίμων και τις διαδικασίες για την εξακρίβωση της τήρησης τους.
[6] Το 1994 η Επιτροπή Joint F.A.O./W.H.OCodex Alimentarius Commission συνέταξε ένα προσχέδιο έκδοσης για τις γενικές αρχές της υγιεινής των τροφίμων. Η έκδοση αυτή δίνει έμφαση την αλυσίδα παραγωγής τροφίμων από την ανάπτυξη των πρώτων υλών μέχρι την κατανάλωση των προϊόντων και εντοπίζει τους βασικούς ελέγχους σε κάθε στάδιο της παραγωγικής διαδικασίας.
[7] Εκτός του HACCP υπάρχει και το RASFF (Rapid Alert System for Food & Feed) ή Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης για τα Τρόφιμα και τις Ζωοτροφές προέκυψε από την ανάγκη των αρμόδιων αρχών ελέγχου των τροφίμων και των ζωοτροφών στην Ε.Ε. να μπορούν να επικοινωνούν και να ανταλλάσσουν πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα αντιμετώπισης σημαντικών κινδύνων (φυσικών, χημικών ή μικροβιολογικών) στο συγκεκριμένο τομέα. Το εν λόγω σύστημα, ξεκίνησε να εφαρμόζεται το 1979 και εισήχθη στην ευρωπαϊκή νομοθεσία με τον Κ. 178/2002, βοηθάει το κάθε κράτος – μέλος για άμεση οργανωμένη αντίδραση απέναντι σε ένα κίνδυνο για τη δημόσια υγεία που προέρχεται από τροφές ή ζωοτροφές.
[8] Ο Ε.Φ.Ε.Τ. υπαγόταν μέχρι και το 2010 στο Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (ΥΠ.Α.Α.Τ.), με το Π.Δ. 96/2010 υπάχθηκε στην διοικητική εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Ωστόσο, με το Π.Δ. 85/2012 (αρ. 8, παρ. 2) υπάχθηκε στο ΥΠ.Α.Α.Τ.
[9] Την ίδια άποψη εξέφρασε το Στέλεχος των Εργατικών στη Μεγάλη Βρετανία κ. Mary Creagh, σε πρόσφατο Συνέδριο του Οργανισμού Προστασίας Σπόρων [Βλ. www.agronews.gr, 27/7/2012].
[10] Ο Ο.Η.Ε. δίνοντας έμφαση στην υγεία και την διατροφή θέσπισε τον Οκτώβριο του 1980 στην Γενική του Συνέλευση την 16η Οκτωβρίου ως Παγκόσμια Ημέρα Διατροφής με κύριο στόχο τον περιορισμό της πείνας στον πλανήτη. Οι στόχοι της Παγκόσμιας Ημέρας Διατροφής είναι οι ακόλουθοι: α. Να ενθαρρύνουν την προσοχή στη γεωργική παραγωγή τροφίμων και να εντείνουν τις εθνικές, διμερείς, πολυμερείς και μη κυβερνητικές προσπάθειες προς το σκοπό αυτό. β. Να ενθαρρύνουν την οικονομική και τεχνική συνεργασία μεταξύ των αναπτυσσόμενων χωρών. γ. Να ενθαρρύνουν τη συμμετοχή των αγροτών, ιδιαίτερα των γυναικών και των λιγότερο προνομιούχων ομάδων, με αποφάσεις και δραστηριότητες που θα επηρεάζουν τις συνθήκες ζωής τους. δ. Να αυξήσει την ευαισθητοποίηση του κοινού για το πρόβλημα της πείνας στον κόσμο. ε. Να προωθήσει τη μεταφοράς τεχνογνωσίας προς τον αναπτυσσόμενο κόσμο. στ. Να ενισχύσει τη διεθνή και εθνική αλληλεγγύη στον αγώνα κατά της πείνας, του υποσιτισμού και της φτώχειας και να επιστήσει την προσοχή σε επιτεύγματα στην ανάπτυξη τροφίμων και γεωργίας [Βλ. www.yyka.gov.gr]. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top