(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)
Σκοτείνιασαν τα μάτια μου. Η πόλη, λουφάζει. Τα βήματα των περαστικών, αλαργεύουν. Σταγόνες βροχής είναι άραγε ή νιφάδες απαλές, που λούζουν τα μαλλιά μου; Ο κρύος νυχτερινός αέρας διαπερνά τα ισχνά μου κόκκαλα, φτάνει ως τον πυρήνα της ύπαρξής μου. Στεγνώνει τα δάκρυά μου, ξυλιάζει τα μικρά μου χέρια…
Ανάβω ένα σπίρτο. Νοιώθω την αψάδα της μυρωδιάς του, η μικρή φλογίτσα τσιμπά με τη ζεστασιά της τη σάρκα των ακροδαχτύλων μου, μα το φως του, δεν το βλέπω. Ανάβω κι άλλο. Να ταξιδέψω θέλω… Στα ομορφοφωτισμένα δωμάτια των ζεστών σπιτιών, εκεί, που κοριτσάκια σαν κι εμένα, φοράνε όμορφα ρούχα. Παπούτσια ολοκαίνουρια, καλτσάκια με ροζ καρδούλες, έχουν μαλλιά χτενισμένα κι όμορφες κούκλες στην αγκαλιά. Εκεί, που μια μάνα, τα μαλώνει τρυφερά γιατί δεν έφαγαν όλο τους το φαγητό. Γιατί έκρυψαν μια σοκολάτα ανάμεσα στα βιβλία του σχολείου κι αυτή έλιωσε από τη ζέστη και κατέστρεψε το τετράδιο της ορθογραφίας. Εκεί που ο πατέρας κρατά μια τρυφερή γωνιά στην άκρη της μοκέτας για παιχνίδια και πειράγματα… Εκεί, που υπάρχουν εικόνες.
Σκοτάδι, νυχτοσιγαλιά, ένα σκυλί που αλυχτά-μόνο του θα ναι κι αυτό και φοβάται. Κρύο απλώνει το μαύρο σκουφί της νύχτας. Η μιλιά έχει φύγει για τις σκιές. Οι σκιές πυκνώνουν. Ανάβω ένα ακόμη σπίρτο… Τίποτα. Λίγη ζεστασιά κι ο ήχος από το άναμμα. Κανένα φως, καμιά εικόνα χαράς. Γύρω μου ξεδιπλώνεται ο ύπνος των σκιαγμένων, η ανάσα των τρομαγμένων, τα όνειρα των παιδεμένων. Των σκοταδιών το νυχτέρι και της μικρής φλογίτσας του σπίρτου, το σβήσιμο.
Δεν έχω κουράγιο να σηκωθώ. Κάθομαι απελπισμένη σ’ αυτή τη γωνιά της γης, σαν την Ελλάδα στης Μεσογείου την άκρη. Κατάκοπη, ξεμεινεμένη, πεινασμένη και λερή. Απελπισμένη μέσα στο τόσο περνοδιάβασμα στις ρούγες και τις γειτονιές, για μια μικρή πραμάτεια που δεν έχει πλέον καμία αγοραστική αξία. Σημασία δε μου έδωσαν οι περαστικοί, μα ούτε κι οι συνήθεις ελεήμονες. Έσερνα τα βήματά μου χωρίς να έχω δύναμη ούτε το χέρι να απλώσω, ή να διαλαλήσω τα σπίρτα μου με το μικρό τους φως.
Κάποιοι που μιλούσαν μια σκληρή γλώσσα όλο συριχτά σύμφωνα, άρπαξαν τα πιο καλά μου σπιρτόκουτα-σπίτια, με έσπρωξαν δυνατά να πέσω καταγής κι έφυγαν γελώντας. Άλλοι, με παραμέρισαν τρομάζοντάς με και μια αγριεμένη φράου, ούρλιαζε ακατάληπτα πάνω από το κεφάλι μου, κραδαίνοντας μια βίτσα από αγριελιά. Ξέπνοη, χώθηκα σε μικρά στενά. Μύρισα το φόβο κείνων που διάβαιναν, εκείνων που ξέμεναν και κείνων που έψαχναν δρόμο γι αλλού. Άγγιξα κάπου την ελπίδα, μα την έχασα μέσα στο λυκόφως…
Στίχους και ποίημα, δε βρήκα. Ούτε σπίρτο να φωτίσει με το καλειδοσκόπιο της φλογίτσας, τις φετινές γιορτές. Θα θελα να είχα χαρτί και χρωματιστά κραγιόνια να ζωγραφίσω τα Χριστούγεννα, μα ως και τα μάτια μου, γκριζόμαυρες φτιάχνουν τις νοερές ζωγραφιές.
Τον λυπάμαι το μικρό Χριστούλη που έρχεται κάθε χρόνο, να γεννηθεί μέσα στο κρύο και την αχυρένια φάτνη. Ένα μωρούλι μια σταλιά, πως καταφέρνει και σηκώνει τις τόσες αμαρτίες του κόσμου; Το κυνηγά ο Ηρώδης, το προσκυνούν οι Μάγοι, το θαυμάζουν οι βοσκοί, το υμνούν αγγελάκια τροφαντά, το φωτίζει ένα λαμπρό αστέρι. Μα ξέρω πως είναι ένας μικρός αμνός, περιστοιχισμένος από σταυρωτήδες…
Ανάβω ένα σπίρτο ακόμη. Το τελευταίο. Μια εφημερίδα που έχει παρασύρει ο άνεμος, έχει κολλήσει στα γόνατά μου. Όλες οι ειδήσεις στα πόδια μου, μα εμένα μόνο αυτή η μικρή φλογίτσα από το σπίρτο, με νοιάζει. Σηκώνομαι αποφασισμένη. Μ’ αυτήν θα ανάψω μια μεγάλη φωτιά, να κάψω ό,τι καίγεται. Να ζεστάνω τον τόπο για να μη ξυλιάσει φέτος ο Χριστούλης εκ Συρίας. Να ζεσταθώ. Να φωτιστεί ένα γύρω ο τόπος μου. Να κυλήσουν τα παγωμένα δάκρυα, να εξαφανιστούν οι σκιές.

Μια φωτιά θέλω… που μπορεί να ανάψει ακόμη και με ένα σπίρτο!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top