Του Δημήτρη Λιοτήρη 
Είχα να δω τον Γιάννη από πέρυσι, με τη νέα χρονιά έβλεπα το μαγαζί του κλειστό και άδειο. Την περασμένη εβδομάδα τον πέτυχα στην αγορά. «Τι έγινε; Καλή χρονιά! Γιατί κλειστός; Όλα καλά;» «Το έκλεισα φίλε οριστικά. Το 2014 κατάφερα να μην έχω ζημιά ούτε όμως και κέρδη. Πέρυσι που το πάλεψα, ανοίχτηκα, αύξησα την πελατεία μου, αύξησα τον τζίρο μου με προσεκτική διαχείριση για να μην ξεφύγουν τα έξοδα, κατάφερα να βγάλω και ζημιά. Δεν είχα υπολογίσει βλέπεις πως θα αλλάζουν οι φόροι και οι υποχρεώσεις μου κάθε τρεις και λίγο...» «Καλά, και γιατί δεν το πάλευες και φέτος;» ρώτησα αθώα.
«Τι είναι αυτό που σε κάνει αισιόδοξο πως φέτος θα έχουμε λιγότερους φόρους, λιγότερες εισφορές, λιγότερες υποχρεώσεις; Εδώ μιλάνε ήδη για αυξήσεις σε φόρους, σε εισφορές, σε έκτακτες εισφορές, παντού! Κι αν εγώ για να αντεπεξέλθω σε όλο αυτό σου αυξήσω 10-20% τις τιμές πόσο μπορείς να μου εγγυηθείς πως δεν θα μειώσεις 10-20% ή και παραπάνω την κατανάλωση σου; Πως δεν θα πας στον ανταγωνιστή μου παρακάτω που πουλάει ακόμα με τις παλιές τιμές, απλά δεν χτυπάει τα πάντα στη μηχανή;»
Δεν ήταν εύκολη η κουβέντα γι’ αυτόν, έβλεπα πως τον στεναχωρούσε, αγαπούσε αυτό που έκανε (και το έκανε καλά), πλέον είχε και την αγωνία του αύριο, τις σκέψεις για την επόμενη μέρα. Μπορούμε να κάνουμε μεγάλη κουβέντα για την επιχειρηματική του στρατηγική και πορεία αλλά η ουσία είναι πως ο Γιάννης «το έκλεισε το μαγαζί», αποφασιστικά, για να μην ζημιώσει περισσότερο όπως προέβλεπε πως θα του συμβεί.
Είναι υγεία για την αγορά να ανοίγουν επιχειρήσεις όταν υπάρχει αγορά και να κλείνουν όταν ολοκληρώνουν τον σκοπό τους (που δεν μπορεί παρά να είναι το κέρδος!). Εδώ όμως δεν έχουμε αυτό. Γιατί η επιχείρηση του Γιάννη και ζήτηση είχε και πρόοδο. Απλά, ο Γιάννης είναι ένα ακόμα θύμα της τσαπατσουλιάς εκείνων των συμπολιτών μας που αφού πρώτα θεοποίησαν το «δεν δουλεύω, δεν πληρώνω, με τρέφει το κράτος (με λεφτά που δανείζεται από τους κακούς ξένους) και κάνω και φασαρία» στη συνέχεια (όταν οι κακοί ξένοι έπαψαν να δανείζουν και ζήτησαν πίσω τα δανεικά) κήρυξαν «τζιχάντ» κατά της κοινωνίας της εργασίας ώστε να της επιβάλλουν να πληρώνει εκείνη την βολή και την καλοπέραση τους (και να δώσει πίσω και τα δικά τους δανεικά βεβαίως βεβαίως!).
Ο Γιάννης δεν θα πάει χαμένος. Θα μείνει λίγο στην ανεργία, μετά, ξέρει να δουλεύει, θα βρει το δρόμο του με κάτι άλλο. Ίσως και κάπου αλλού, σε κάποια άλλη χώρα. Σίγουρα πάντως δεν θα κοιτάξει πρώτα πως θα «αρπάξει» και μετά πως θα δουλέψει. Αν ήταν τέτοιος θα επιβίωνε επαγγελματικά και σήμερα, θα είχε βλέπεις «ταξική συνείδηση» και επακόλουθα θα τον προστάτευε το καθεστώς...
Γι’ αυτούς τους Γιάννηδες αξίζει να προβληματιστείς. Και να δουλέψεις ώστε να πετάξεις σκληρά κι αλύπητα από την κοινωνία μας τα παράσιτα που τους καταστρέφουν, όλους αυτούς τους «δεν» που περιγράφω παραπάνω. Γιατί τέτοιες μικρές ιστορίες έχει ο καθένας μας σήμερα πολλές γύρω του, στην παρέα του, ακόμα και την οικογένεια του. Ιστορίες που δεν πρέπει να αφήσουμε ποτέ να ξεχαστούν...

Καλημέρα!

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top