Προχθές με αφορμή την είδηση του θανάτου του Κίρο Γκλιγκόροφ (Kiro Gligorov) αναρωτήθηκα πόσες φορές στα τελευταία είκοσι ακριβώς χρόνια θα μπορούσε να είχε επιλυθεί το πρόβλημα που αφορά στο όνομα του γειτονικού κράτους. Η απάντηση ήταν εύκολη: καμία. Ειδικά μετά το δημοψήφισμα της 8ης Σεπτεμβρίου 1991, με το οποίο οι πολίτες της «ομόσπονδης σοσιαλιστικής δημοκρατίας της Μακεδονίας», αποφάσισαν να αποσχισθούν από την ενιαία Γιουγκοσλαβία.

Όταν, αμέσως μετά από αυτό το δημοψήφισμα, ο Κίρο Γκλιγκόροφ επέστρεψε στα Σκόπια και ανέλαβε κυβερνήτης της χώρας, η πρώτη του εκτίμηση ήταν ότι το κράτος θα έχει προβλήματα με την Ελλάδα, αλλά τελικά με δουλειά και προσπάθεια θα τα κατάφερνε.

Είκοσι χρόνια μετά, είναι φανερό ότι η εκτίμηση του Γκλιγκόροφ δικαιώθηκε, ενώ αντίστοιχα η εκτίμηση του Αντώνη Σαμαρά ότι μέσω της υπόθεσης του ονόματος θα έχει την ευκαιρία να ανατρέψει το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο προσφέροντας στο λαό έναν θρίαμβο -τη συντριβή κάποιων «ανύπαρκτων»- διαψεύστηκε παταγωδώς.

Χαμένες ευκαιρίες για λύση δεν υπήρξαν ποτέ. Το 1992 το πακέτο Πινέιρο (Pinheiro) με τησύνθετη ονομασία κ.λπ., απερρίφθη από την ελληνική πλευρά ως ασύμφορο για τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα, ενώ το 1993 ο Μητσοτάκης ανακάλεσε από τις συνομιλίες στη Νέα Υόρκη τον υπουργό του επί των εξωτερικών, Μιχάλη Παπακωνσταντίνου, επειδή αν συμφωνούσε σε σύνθετο όνομα θα τον έριχνε ο Έβερτ.

Το θέμα του ονόματος ουσιαστικά τελείωσε, όταν πλέον κανείς δεν είχε ενδιαφέρον να το συντηρήσει, δηλαδή όταν ο Αντώνης Σαμαράς αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση μετά από τοσυμβούλιο των πολιτικών αρχηγών. Και η οριστική ταφόπετρα ήταν οι εκλογές του 1993.

Από εκεί και πέρα, το θέμα ήταν βάρος!

Κανένας δεν ήθελε να απαλλαγεί, γιατί θα φορτωνόταν την επώδυνη απόφαση -και κανένας δεν ήθελε να το διαχειριστεί, διότι δε θα είχε κανένα όφελος. Είναι τόσο ψηλά από το 1991 ο πήχης, που υποχρεωτικά, όποιος ασχοληθεί θα περάσει από κάτω.

Οι δύο προσπάθειες που έγιναν ήταν υποχρεωτικές:
  • Το 1994 ο Ανδρέας Παπανδρέου προσπάθησε με το εμπάργκο να χαρίσει κάποια αίσθηση ισχύος στον ελληνικό λαό, που είχε δεχθεί απανωτές απογοητεύσεις από την αποτυχία της επίσημης εξωτερικής πολιτικής και να δώσει μια ψευδαίσθηση «ισοπαλίας» σε ένα χαμένο παιχνίδι.
  • Το 2008 ο Κώστας Καραμανλής έβαλε «βέτο» στην ένταξη στο ΝΑΤΟ της ΠΓΔΜ (και όχι της «δημοκρατίας της Μακεδονίας»), για να εξαναγκάσει τα Σκόπια να αποδεχτούν αυτό το οποίο απέρριψε η Ελλάδα το 1993.
Σε αυτό το άθλιο τοπίο, τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης έκαναν παραδοσιακά τον πρέσβη των θέσεων του υπουργείου (άρα και του υπουργού) εξωτερικών στην ελληνική κοινωνία. Όχι πάντοτε ανιδιοτελώς.

Το θέμα προσφερόταν ως πρόφαση ενότητας σε «πάγιες εθνικές θέσεις», η οποία ενότητα δικαίωνε τις αντιπαραθέσεις στα  άλλα, πιο πολιτικά ζητήματα.

«Πάγιες εθνικές θέσεις» όμως δεν υπάρχουν, διότι αν υπήρχαν, δεν θα άλλαζαν. Και η Αθήνα την δεκαετία του 1990 είχε... τρεις «πάγιες θέσεις». Η προάσπιση των «πάγιων ελληνικών θέσεων» γινόταν μονάχα στο εσωτερικό της χώρας και είχε ως αποτέλεσμα τρεις πρώην υπουργοί εξωτερικών να γίνουν πρωθυπουργός, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αρχηγός μικρότερου κόμματος. Οι δε θέσεις εργασίας που δημιουργήθηκαν για να μη ξεχνάμε στο εσωτερικό -πάντοτε- της χώρας ότι «η Μακεδονία είναι ελληνική», μόνο λίγες δεν μπορούν να χαρακτηριστούν.

Η οριστική λύση στο εσωτερικό θα είναι η εξαιρετικά οδυνηρή προσγείωση στην πραγματικότητα. Ότι δηλαδή ελληνική είναι μόνο η ελληνική Μακεδονία. Το πολιτικό προσωπικό τέτοια ευθύνη δεν έχει διάθεση να αναλάβει, διότι πάντα ήταν επιφυλακτικό στα δυσάρεστα. Πώς να παραδεχτεί τώρα ότι οδήγησε την «ισχυρή Ελλάδα» να χάσει από τους «ανύπαρκτους, ανίσχυρους και αδύναμους»;

Είπε όμως κανείς ότι χρεοκοπήσαμε μόνο στην οικονομία και οι άλλοι εθνικοί μας μύθοι, έμειναν αλώβητοι; 

Ο Χρήστος Μάτης είναι δημοσιογράφος, δημοτικός σύμβουλος Θεσσαλονίκης, επικεφαλής της παράταξης«ενεργοί πολίτες-οικολογία στην πράξη»
'Αλλα άρθρα του Χρήστου Μάτη:

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top