Πρίν ἀπό λίγο καιρό πληροφορηθήκαμε ὅτι ἡ Τουρκία ἐπιχειρεῖ νά κατοχυρώσῃ τήν πατέντα γιά τό
κουλλούρι τῆς Θεσσαλονίκης (ἤ καί γενικῶς τό κουλλούρι), καί ἄρχισαν καί πάλι νά ἐκτοξεύωνται οἱ συνήθεις κορῶνες περί διεκδίκησης ἀπό μέρους τῶν Ἑλλήνων στοιχείων τῆς τουρκικῆς κληρονομιᾶς (νωπή εἶναι ἡ ἀτυχής προσπάθεια τοῦ ἡμιμαθοῦς (;) κ. Ἐρντογάν νά συνδέση τούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνες μέ τό, σημειωτέον, ἑλληνικό τοπωνύμιο Ὄλυμπος τῆς Μικρᾶς Ἀσίας· ὡς φαίνεται στήν Τουρκία δέν διδάσκεται ἡ συνδεδεμένη μέ τήν...
Ὀλυμπία ἱστορία τῶν Ὀλυμπιακῶν ἀγώνων).
Οἱ ἀντιδράσεις ἐκ μέρους τῶν ἡμετέρων γλωσσολόγων ἦσαν ἀναιμικές ἕως ἀνύπαρκτες, προφανῶς διότι αὐτοί δέν ἀσχολοῦνται μέ τήν ἱστορική γλωσσολογία καί τήν ἐπάρατη διαχρονία, ἀλλά τούς ἐνδιαφέρει ἡ συγχρονία, ἡ σύγχρονη καί μόνο
γλωσσική καί κοινωνική πραγματικότητα. Νά ὅμως πού ἡ ζωή εἶναι ξεροκέφαλη καί δείχνει ὅτι ἡ διεκδίκηση τῆς ἱστορικῆς πατρότητας μιᾶς λέξης ὅπως τό κουλλούρι ἅπτεται ὄχι μόνο ἐθνικῶν ἀλλά καί οἰκονομικῶν ζητημάτων πού ἐνδιαφέρουν, ὑποθέτω, τούς λάτρες τῆς συγχρονίας
μπακάληδες τοῦ πνεύματος.
Ἡ ἀπάντηση βέβαια στό ἐρώτημα γιά τήν πατρότητα τοῦ κουλλουριοῦ ἔχει δοθῆ ἤδη ἀπό τόν Κοραῆ, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος στά λαλάγγια τοῦ Πτωχοπροδρόμου (Ἄτακτα, τ. Α΄, σ. 291), παρατηρεῖ: «Ὁ Σουΐδας τὸ ἐξηγεῖΚολλούριον, διότι σχηματίζονται
πολλάκις καὶ ὡς κολλούρια, “Κολύρα εἶδος ἄρτου, ἢ ὁ μικρὸς ἄρτος, ὃν τοῖς παιδίοις διδόασι. Ἢ εἶδος πλακοῦντος. Καὶ Κολλυρίζω τὸ τὰς λαλάγγας τηγανίζω·
καὶ ἐπιχωρίως, κολλούρια τὰ λαλάγγια.” ΤὸΚολλυρίζω τοῦ Σουΐδα, ἀναφέρεται, ἂν δὲν λανθάνωμαι, εἰς τοὺς Ἑβδομήκοντα (Βασιλ. Β, ιγ΄ 6) “Κολλυρισάτω ἐν ὀφθαλμοῖς μου δύο κολλυρίδας·”» κ.λπ.
Ἄς σημειωθῇ ὅτι τό ἴδιο λεξικό παραθέτει καί τύπο «κουλλούριον» (: «Κουλλούριον εἶδος μελιττούτης»), ὥστε νά ἐκλείπῃ ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία γιά τήν
παλαιότητα τοῦ νεοελληνικοῦ τύπου.
Πολλά θά μποροῦσε νά πῇ ἐπίσης κανείς γιά τήν ἀριστοφανική κουλλούρα, τήν κολλύραν (Εἰρήνη, 122: «κολλύραν μεγάλην καὶ κόνδυλον ὄψον ἐπ᾿ αὐτῇ»), ὅπως καί γιά τά ἀρχαῖα σχόλια στήν Εἰρήνη (πρβλ. «τινὲς δὲ τὴν κολλύραν εἶδος ἄρτου φασίν͵ ὃ τοῖς παιδίοις διδόασιν»), ἀλλά ἔχει ἐξέχουσα σημασία νά ἀσχοληθοῦμε μέ ἕνα ἀρχαιοελληνικό καί νεοελληνικό τοπωνύμιο πού φαίνεται νά συνδέεται μέ τήν
κουλλούρα καί τό κουλλούρι μ᾿ ἕναν τόσο παράδοξο τρόπο, ἔτσι ὥστε ἐκ τῶν πραγμάτων νά ὁδηγῇ σέ εὐρύτερους
προβληματισμούς γιά τό ἀπώτερο παρελθόν τῆς γλώσσας μας.
Τό τοπωνύμιο αὐτό εἶναι ἡ σημερινή λαϊκή ὀνομασία τῆς Σαλαμίνας Κούλουρη, καί τό παράδοξο ἕως ἐξωφρενικό τοῦ πράγματος εἶναι ὅτι ἡ ὀνομασία αὐτή εἶναι παλαιότερη ἀπό τήν ἤδη ὁμηρική «Σαλαμίς».
Πράγματι, ἕνα σχόλιο (τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ.) στήν Εὐαγγελικὴ προπαρασκευὴ τοῦ Εὐσεβίου, Δ΄ 16, μᾶς πληροφορεῖ: «Οὐ τὴν πρὸς ταῖς Ἀθήναις Σαλαμῖνα λέγει. αὕτη γὰρ Κούλουρις πάλαι ἐλέγετο ὡς καὶ Καλλίμαχος ἐν Ἑκάλῃ φησίν, ἀλλὰ τὴν κατὰ Κύπρον Σαλαμῖνα λέγει». Τό ἴδιο καί ὁ παρισινός κώδικας
451, φύλλ. 275β: «Σαλαμὶς ἡ πρὸς Ἀθήναις Κούλουρις πάλαι ἐλέγετο, ὡς Καλλίμαχος ὁ Κυρηναῖος ἐν Ἑκάλῃ φησίν.» (βλ. καί Callimachea, ἔκδ. O. Schneider, 1873, II 213). Μ᾿ ἄλλα λόγια, στό στόμα
τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ διατηρήθηκε ἡ ἀκόμα παλαιότερη ὀνομασία καί ὄχι ἡ ἀττική «Σαλαμὶς» (ἡ ὁποία, πάντως, εἶχε διατηρηθῆ μέχρι τόν 12ο αἰ. μ.Χ. τοὐλάχιστον).
Καί ἐδῶ μπαίνει μπρός ἡ συνήθης νεοελληνική μηχανή ἡ ὁποία, ἀντί νά ἀποδεχθῇ τό προφανές, ὅτι ἡ ἱστορία τῆς γλώσσας μας ἐκτείνεται καί πέραν τοῦ 2000 π.Χ. (συμβατική
χρονολογία πού σηματοδοτεῖ τήν φημολογούμενη ἔλευση τῶν ἀρχαιοελληνικῶν φύλων στόν ἑλλαδικό χῶρο), καί ἔχει στενότατη σχέση μέ τήν λεγομένη «προ»ελληνική, θέτει σέ ἀμφισβήτηση τήν σχέση
τοῦ Κούλουρη μέ τά κουλλούρα, κολλύρα, καί προκρίνει συσχετίσεις μέ τό κόλουρος (= αὐτός πού ἔχει κολοβή, ἀκρωτηριασμένη οὐρά).
Ἔτσι ὁ Ἀ. Χατζῆς [βλ. Ἀθηνᾶ 42 (1930), σ. 263] ὑποστηρίζει ὅτι τό ὄνομα Κόλουρις «ἐμφανίζεται τὸ πρῶτον ἐν Ἀττικῇ ἐπιγραφῇ (400-350 π. Χ.), εἶτα δὲ παρὰ Καλλιμάχῳ (3ος αἰὼν π. Χ.) καὶ ὅτι τὸ μὲν Κόλουρι(ς) ἐξαφανίζεται μόλις τὸν 18ον αἰῶνα, ὁ δὲ τύπος Κούλουρις ἐμφανίζεται τὸ πρῶτον τὸν 9ον μ.Χ. αἰῶνα. Τὸ Κόλουρις εἶναι ἀνώμαλον θηλυκὸν τοῦ ἐπιθέτου κόλουρος (πβ. καὶ ἵππουρος-ἵππουρις, λάμπουρος-λάμπουρις, κ.ἄ.) καὶ ἀρχικῶς ἐκλήθη οὕτω ἡ κεκολοβωμένη ἄκρα τῆς Σαλαμῖνος Πούντα ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν παρακειμένην ἄκραν Κυνόσουραν, ἀπὸ τῆς ἄκρας ὠνομάσθη οὕτω καὶ ἡ παρ᾿ αὐτὴν κειμένη πόλις
Σαλαμίς, ἀπὸ δὲ τῆς πρωτευούσης πόλεως ὠνομάσθη καὶ ἡ ὅλη νῆσος Κόλουρις. [...] τὸ Κόλουρις δὲν δύναται νὰ συσχετισθῇ πρὸς τὸ κολλύρα,
κολλυρίς, κολούριον, ὡς συνήθως ἀπὸ τοῦ Κοραῆ καὶ ἐντεῦθεν διδάσκεται. Οἱ δόντες τὸ ὄνομα δὲν ἠδύναντο νὰ ἀποβλέψουν εἰς γεωγραφικοὺς χάρτας, οἵτινες τότε ἦσαν ἄγνωστοι. Δὲν εἶναι ὀρθὸς ὁ συσχετισμὸς οὗτος, διότι ἡ λέξις κολλύρα δὲν ἐδήλου σχῆμα ἄρτου, ἀλλὰ ποιότητα καὶ ὅτι τὸ κουλούρα εἶναι μεγεθυντικὸν τοῦ οὐδετέρου κουλούρι, ὅπερ εἶναι ὑποκοριστικὸν τοῦ οὐσιαστικοποιηθέντος ἐπιθέτου κόλουρος (= ἄρτος. Ἡσύχ.) καὶ ὅτι κολλύριον εἶναι τὸ Λατινικὸν collyrium, ὅπερ εἶναι κακὴ μεταγραφὴ τοῦ Ἑλληνικοῦ κολούριον (κολλούριον κακὴ γραφή).»
Ἀπάντηση στό ἕνα σκέλος τῶν ἐπιχειρημάτων τοῦ Ἀ. Χατζῆ δίνει μετά ἀπό 28 χρόνια ὁ Ἰ. Καλλέρης («Ἀνάλεκτα Λεξικογραφικά, Λεξικογραφικὸν Δελτίον, τ. 8ος (1958), σ. 27-28): «… ὁ καθ. Χατζῆς συνεδύασεν ἀστόχως τὴν παραγωγὴν τῆς λ. κουλλούρι, ὅθεν τὸ κουλλούρα κατ᾿ αὐτόν, πρὸς τὸ κόλουρις καὶ τὸ Κούλουρι (= Σαλαμίς), μὲ μοναδικὸν ὑπὲρ τῆς ἀπόψεώς του ἐπιχείρημα ἐφθαρμένην γλῶσσαν τοῦ Ἡσυχίου (κόλου· ἄρτος)[1], ἀποκατασταθεῖσαν ὑπ᾿ αὐτοῦ κατὰ τρόπον ἀστήρικτον καὶ αὐθαίρετον (κόλου(ρος)· ἄρτος: βλ. Ἀθηνᾶ 42, 1930, 263, Ἀρχαιολ. Ἐφ. 1930, σ. 61). Ἀλλὰ τὸ κολλύρα – κολλούρα καὶ τὸ ὑποκορ. κολλύριον –
κολλούριον, τῆς αὐτῆς ἐτυμολογικῆς ἀρχῆς καὶ συνώνυμα πρὸς τὸ κόλλιξ – κολλίκιον, ἀπαντοῦν συχνὰ ὑπὸ τὴν σημασίαν “εἶδος ἄρτου”, στρογγύλου ἀσφαλῶς σχήματος, ἢ “εἶδος ἐμπλάστρου” τοῦ αὐτοῦ σχήματος (ὅθεν τὸ κολλύριον, ὡς ὅρος τῆς φαρμακολογίας), ὄχι μόνον εἰς τοὺς παπύρους, ἀλλὰ καὶ εἰς τοὺς Ἑβδομήκοντα καὶ εἰς τὸν Ἀριστοφάνην καὶ τὸνἹπποκράτην (πάντοτε δὲ μὲ διπλοῦν λ) καὶ οὐδεμίαν σχέσιν ἔχουν πρὸς τὸ κόλουρος – κόλουρις.»
Σέ ἄλλο, διεξοδικώτερο κείμενό του (βλ. Ἀντωνίου Χ. Χατζῆ, «Τὰ ἀρχαῖα ὀνόματα τῆς νήσου Σαλαμῖνος», Ἀρχαιολογικὴ Ἐφημερὶς 1930, σ. 60-73) ὁ Χατζῆς, ἀφοῦ ἀξιοποιήσῃ πρός ἐπίρρωση τῆς θεωρίας του ἕνα μή ἀποφασιστικῆς σημασίας σφᾶλμα τοῦ Κοραῆ [«Πρῶτος ὁ Κοραῆς (τῷ 1819) ἐν τῇ ἐκδόσει τοῦ Στράβωνος τόμ. Δ΄
σελ. 175 νομίζων, ὅτι ἡ νῆσος καλεῖται Κουλοῦρι (τὸ) κανονικώτατα καὶ δικαιότατα συνῆψε πρὸς τὸ οὐσ. κουλοῦρι· καὶ ᾔκασεν, ὅτι διὰ τὸ σχῆμα τῆς νήσου ἐδόθη τὸ ὄνομα»], καταλήγει στό
συμπέρασμα ὅτι «ἡ Νέα Ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν δύναται νὰ κληθῇ πρὸς ἑρμηνείαν τῆς ὀνομασίας» (ὅ.π., σ. 72).
Προκρίνοντας, μάλιστα, τόν τύπο Κόλουρις πού ἀπαντᾷ στήν αἰτιατική Κόλουριν, σέ ἐπιγραφή τοῦ Δ΄ αἰ. π.Χ., ὡς τόν μόνο σωστό, ἀπορρίπτει τό ἐνδεχόμενο ἡ νεοελληνική ἐκφορά νά εἶναι ἐπίσης παλαιότατη: «οὐδὲ δύναταί τις νὰ ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ ἀφομοίωσις εἶναι ἀρχαία, ὅτι δηλαδὴ ἐπὶ Καλλιμάχου ἤδη ἠδύνατο νὰ λεχθῇ Κούλουρις· ἁπλούστατα ὁ Σχολιαστὴς τοῦ Εὐσεβίου τὸ παρὰ Καλλιμάχῳ Κόλουρις παρανέγνωσεν – ἢ καὶ διώρθωσε – πλανηθεὶς ἐκ τῆς χρήσεως τῶν χρόνων αὑτοῦ.» (ὅ.π. σ. 66)
Γιατί ὁ Χατζῆς ἔχει βαλθῆ μέ ὅλες του τίς δυνάμεις νά ἀποδείξῃ ὅτι ἡ νεοελληνική ἐκφορά Κούλουρη δέν διασώζει τήν
πανάρχαια ἐκφορά τοῦ ὀνόματος τῆς Σαλαμῖνος, ἀφοῦ μάλιστα αὐτό, ὅσο καί ἡ σχέση τῶν κολλύρα – κουλλούρα,εἶναι σέ θέση νά δείξῃ ὅτι ἡ νέα ἑλληνική μᾶς ἀνάγει σέ ἀπίστευτα βάθη χρόνου;
Ὁ λόγος, πιστεύω, εἶναι ἕνας ἀνομολόγητος φόβος ὅτι, ἄν γίνῃ ἀποδεκτό πώς οἱ Νεοέλληνες διατήρησαν τόν «προελληνικό» τύπο Κούλουρις καί ὄχι τόν ἀρχαιοελληνικό τύπο Σαλαμίς, θά δοθῇ ἡ δυνατότητα στούς ἐχθρούς τοῦ ἑλληνισμοῦ νά ἰσχυρισθοῦν ὅτι οἱ σημερινοί Ἕλληνες δέν εἶναι ἀπόγονοι τῶν ἀρχαίων ἀλλά τοῦ πληθυσμοῦ πού ἦταν ἐγκατεστημένος στόν
καλούμενο «ἑλλαδικό χῶρο», πρό τῆς ἐλεύσεως τῶν ἀρχαιοελληνικῶν φύλων, περί τό 2000 π. Χ.
Ὅτι ὁ φόβος ἔχει μιά (συζητήσιμη) βάση, ἀποδεικνύεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ ὁμόρριζη πρός τό Κούλουρις ἀρχαία λέξη κολλύρα – πάγκοινο ν.ἑ. κουλλούρα, κουλλούρι κ.τ.τ. θεωρεῖται ἐπίσης «προελληνική»
[πρβλ. Robert Beekes,Ἐτυμολογικό Λεξικό τῆς Ἑλληνικῆς, ἐκδ. Brill, Leiden,
Boston, 2010, σ. λ. κολλύρα: «Ὅπως ἄλλες λέξεις σέ -ῡρα (ἄγκῡρα, γέφυρα, λέπῡρον), πιθανῶς προελληνική. (...)
Τό ἐνδεχόμενο ἡ ἐναλλαγή υ/ου νά εἶναι παλαιά παραπέμπει ἐπίσης σέ προελληνική προέλευση.»].
Ἴσως προκαλέσῃ ἔκπληξη ἡ μερική συμφωνία μας μέ αὐτές τίς ἐπισημάνσεις, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόσο ἡ εὐρεῖα διάδοση τῆς λέξης κουλλούρι, κουλλούρα ἤ ἄλλων σύνθετων καί παράγωγων λέξεων στήν
νεοελληνική, ὅσο καί ἡ διατήρηση στό στόμα τοῦ λαοῦ μόνο τοῦ παλαιότερου τοπωνυμίου Κούλουρη δείχνουν ὅτι ἡ νέα ἑλληνική διαθέτει τό προνόμιο μιᾶς ἰδιάζουσας ἐπικοινωνίας μέ αὐτό τό ὑπόστρωμα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς πού ὀνομάζεται
«προελληνικό».
Αὐτό ἔχει τήν εὐκαιρία κανείς νά τό πιστοποιήσῃ σέ κάθε του βῆμα, ὅταν διαπιστώνῃ π.χ. ὅτι ἡ νέα ἑλληνική διατηρεῖ τό «π»ἑ. βασιλεύς καί ὄχι τό ἀ.ἑ. ἄναξ, τό «π»ἑ. βουνός καί ὄχι -ὡς ἐπί τό πλεῖστον- τό ἀ.ἑ. ὄρος, τό «π»ἑ. θάλασσακαί ὄχι τό ἀ.ἑ. ἅλς κ.λπ. Σέ παρόμοια συμπεράσματα μᾶς ὁδηγεῖ ἡ διαπίστωση ὅτι στήν νέα ἑλληνική διατηροῦνται ὅλα τά «προελληνικά»
θεωρούμενα ὀνόματα φυτῶν καί ζώων (ἀπ᾿ τόν ἀσφόδελο μέχρι τήν καυκαλήθρα κι ἀπ᾿ τόνβάτραχο μέχρι τήν χελώνα), καί μάλιστα μέ
πληθώρα τύπων καί παράδοξων φωνητικῶν ἐναλλαγῶν, πού θεωροῦνται ἰδιάζον χαρακτηριστικό
τῆς λεγόμενης «προελληνικῆς».
Γι᾿ αὐτό καί θά ἀποκοτούσαμε τό πράγματι τολμηρό βῆμα νά παραβοῦμε, ἔστω καί πειραματικά,
τήν ὑπόδειξη τοῦ Χατζῆ -ὑπόδειξη στήν οὐσία ἑνός ὁλόκληρου ἐπιστημονικοῦ κατεστημένου- ὅτι «ἡ Νέα Ἑλληνικὴ γλῶσσα δὲν δύναται νὰ κληθῇ πρὸς ἑρμηνείαν τῆς ὀνομασίας», καί νά ἐπιχειρήσουμε, προκειμένου περί τοῦ Κούλουρη,
κουλλούρι, νά ἀνιχνεύσουμε τό ἐνδεχόμενο ἡ νέα ἑλληνική νά ἔχῃ νά μᾶς πῇ ἐπί τοῦ θέματος πολύ περισσότερα ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ ἀρχαία ἑλληνική.
Πῆγε ἡ ψυχή μου στήν
Κούλουρη
Ἡ παροιμιώδης ἔκφραση «πῆγε ἡ ψυχή μου στήν Κούλουρη» θεωρήθηκε ὅτι ἀναφέρεται ἀποκλειστικά στήν Σαλαμῖνα / Κούλουρη, καί ὅτι σχετίζεται μέ τήν
συνήθεια τῶν παλαιῶν Ἀθηναίων νά καταφεύγουν στήν Κούλουρη προκειμένου νά σωθοῦν ἀπό τούς ἑκάστοτε κινδύνους πού
τούς ἀπειλοῦσαν (βλ. καί Τάκη Νατσούλη, Λέξεις καί φράσεις
παροιμιώδεις, ἐκδ. Σαμιωτάκη, 101996, σ. 424). Ἐν τούτοις, ἡ ἔκφραση ἀπαντᾷ καί σέ ἄλλες περιοχές τῆς ἑλληνικῆς γλωσσικῆς ἐπικράτειας, καί εἶναι ἐξαιρετικά ἀμφίβολο ἄν ὅλες αὐτές οἱ ἐκφράσεις ἀνάγονται σέ ἀθηναϊκή ἐπίδραση:Διάητσε ἡ ψυχή μου ᾿ς τή gούλουρη Πελοπν. (Ξεχώρ.) πῆε ἡ καρδιά μ᾿ στ᾿ Κούλουρ᾿ (ἤ στ᾿ Κούλουρο) καί γύρ᾿σεΛευκ. (Φτερν.) Ἐπῆγε ἡ ψυχή στήν Κούλουρη Πελοπν. (Τριφυλ.) Τοῦ πῆγε ἡ ψυχή ᾿ς τήν Κούλλουρη Πελοπν. (Κοπανάκ.) Πῆγε ἡ ψυχή μου στή gούλουρη Μέγαρ. Πααίνει ἡ ψυχή μου στή gούλουρη Νάξ. (Γαλανάδ.) πῆεν ἡ ψυχή σου ᾿ς τήν Κούλουρη Νάξ. (Δαμαριών.) πήγαινε ἡ ψυχή μας στήν
Κούλουρη Κέρκ. Πῆγι ἡ ψ᾿κή τ᾿ σ᾿ Κούλουρη Θεσσ. (Πήλ.) Πάει ἡ ψυχή μου στή(ν) Κούλουρη Προπ. (Κύζ.) ὁ τάδες ἦρθε στό κουλοῦρι Πελοπν. (Καρδαμ.)
Αὐτός εἶναι καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Χατζῆς τήν φράση ὁ τάδες ἦρθε στό κουλοῦρι (= ἐκιντύνεψεν ἀπό ἀρρώστια νά πεθάνῃ) ἑρμηνεύει «ἔφθασεν εἰς τὸ χεῖλος τοῦ τάφου, ἦρθε μέχρι τοῦ περιβόλου τοῦ νεκροταφείου»
βασιζόμενος στήν ἔννοια «περίβολος ναοῦ, νεκροταφείου» πού ἔχει τό κουλούρι στήν Αἰτωλία.
Στήν ἐφημερίδα Ἐμπρός τῆς 14-3-1952 (βλ. Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καί Ἰδιωμάτων τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν, λ. κουλλούρι) ἐκθέτει ἀναλυτικώτερα τίς ἀπόψεις του:
«Πιστεύεται κοινῶς, ὅτι ἐν τῇ λίαν γνωστῇ φράσει “ἐπῆγε ἡ ψυχή μου ᾿ς τὴν Κούλουρι” (ἐννοεῖται ἐκ τοῦ φόβου) διὰ τοῦ ὀνόματος Κούλουρι νοεῖται ἡ νῆσος Σαλαμίς, εἰς ἣν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς κατὰ τὰς βαρβαρικὰς ἐπιδρομὰς κατέφευγον πρὸς σωτηρίαν. Ἀλλὰ δὲν παρετηρήθη ὅτι οἱ καταφεύγοντες εἰς Σαλαμῖνα (Κούλουριν) ἐσῴζοντο, ἑπομένως ἔπρεπε νὰ μνημονεύηται μετ᾿ εὐγνωμοσύνης ἡ σῴζουσα νῆσος· ἐν τῇ ὑπὸ ἐξέτασιν ὅμως φράσει ἡ Κούλουρι εἶναί τι τὸ προκαλοῦν τρόμον. Κατ᾿ ἀνάγκην λοιπὸν ἄλλο τι ὑποκρύπτεται, τὸ ἑξῆς. Ἀρχικῶς ἡ φράσις, ἥτις εἶναι, ὡς ὑπεστηρίχθη, μεσαιωνικὴ καὶ δὲν εἶναι γνωστὴ μόνον ἐν τῇ Ἀττικῇ καὶ ταῖς παρακειμέναις ἐπαρχίαις, εἶχεν ἀσφαλῶς τὸν ἑξῆς τύπον: “ἐπῆγε ἡ ψυχή μου ᾿ς τὸ κουλοῦρι” [...] Οὕτως ἡ φράσις διαφωτίζεται ἄριστα: διότι ἐν διαλέκτοις τῆς νέας ἑλληνικῆς γλώσσης κουλοῦρι = τάφος. Ὥστε ἡ φράσις “ἐπῆγε ἡ ψυχή μου ᾿ς τὸ κουλοῦρι” σημαίνει: ἔφθασα εἰς τὸ χεῖλος τοῦ τάφου, παρ᾿ ὀλίγον νὰ ἀποθάνω ἐκ τοῦ φόβου. Σημειωτέον, ὅτι ἐν Θεσσαλίᾳ καὶ Ἠπείρῳ -ἴσως δὲ καὶ ἀλλαχοῦ- κουλοῦρι =περιτείχισμα· οἱ τάφοι, ὡς φαίνεται,
περιεκλείοντο ἐν περιτειχίσματι.
Ἡ λέξις κουλοῦρι (= τάφος) μὴ οὖσα γνωστὴ καὶ εἰς τοὺς λοιποὺς Ἕλληνας ἦτο ἀδιανόητος καὶ παράδοξος· εὐχερῶς λοιπὸν ὑπεισῆλθεν ἡ γνωστοτέρα Κούλουρι (ἐκ τοῦ ἀρχαίου καὶ μεσαιωνικοῦ Κόλουρις)…»
Ὅμως, ἡ πελοποννησιακή φράση (ἀπ᾿ τήν Σκαρδαμούλα / Καρδαμύλη) ὁ τάδες ἦρθε στό κουλοῦρι, δέν μπορεῖ νά ἀποσυνδεθῇ ἀπό τήν ἐπίσης πελοποννησιακή
(Ξεχώρι) διάητσε ἡ ψυχή μου ᾿ς τή gούλουρη, καί αὐτή μέ τή σειρά της ἀσφαλῶς ἀπό τήν ναξιώτικη ἔκφραση Ἡ ψυχή μου διάηκε ᾿ς τή gουλούρα ἤ καί ἡ ψυχή μου διάηκε (= τρόμαξα πολύ) Νάξ.
(Ἀπείρανθ.), ἡ ὁποία, νομίζω, δίνει τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τῆς ἀκριβοῦς σημασίας ὅλων αὐτῶν τῶν ἐκφράσεων,
συμπεριλαμβανομένης καί τῆς ἀναφερομένης στήν Κούλουρη / Σαλαμῖνα. Πράγματι, στήν Νάξο εἶναι παγκοίνως γνωστή ἡ κουλούρα τοῦ Ἅϊ Μπάχη (= ὀπή ἄνωθεν τῆς θύρας ἐξωκκλησίου εἰς τιμήν τοῦ Ἁγίου Παχωμίου πλησίον
τοῦ χωρίου Τσικαλαρειό, δι᾿ ἧς περνοῦν τό ἀσθενές βρέφος ὁσάκις τοῦτο ἔχει ἐγκαταλειφθῆ ὑπό τῶν ἰατρῶν, ὁσάκις ἡ ἀσθένεια αὐτοῦ φαίνεται ἀνίατος), πρβλ. ἀρά: ὤχου πού νά σέ
περάσουνε ἀπό τήν κουλούρα τοῦ Ἅϊ Μπάχη!Νάξ. (Δαμαριών.) / Ἄ πού νά σέ περάσουνε ἀπό τήν κουλλούρα! Νάξ. / Ἄ τό κουλουροπερασμένο! Νάξ. κ.λπ.
Ἐξ ἄλλου, στήν Νάξο συνηθίζεται καί ἡ «δίοδος διὰ κουλλούρας ἐκ τέφρας» (βλ. Στ. Ἤμελλος, «Περὶ τοῦ ἐν τῇ νήσῳ Νάξῳ ἐθίμου τοῦ “τρυποπεράσματος”», Ἐπετηρὶς Ἑταιρείας Κυκλαδικῶν Μελετῶν 1 (1961), σ. 515-528),
μαγικοθρησκευτική πρακτική πού δείχνει ἀπό ποῦ πιθανώτατα ἐπήγασε τό σχῆμα καί τό νόημα τῆς ἑορταστικῆς κουλλούρας πού
δίνεται στά παιδιά, στήν περίπτωση τῶν χριστουγεννιάτικων καλάντων (: Κόλιαντα, μπάμπω, κόλιαντα, / καί μένα μπάμπω κ᾿λούρα!) ἤ τῆς Λαμπρῆς (λαμπροκουλλούρα):
«Τὴν σταχτὴ τὴ μαζεύουνε ἀπὸ τὴν πρώτη τοῦ Δεκαπενταύγουστου τοῦ φούρνου καὶ τῆς κουζίνας ποὺ μαγερεύουνε μέχρι τὴν παραμονὴ τοῦ ἅη Γιαννιοῦ τοῦ Κληδόνου, ποὺ καύουνε τσὶ μάηδες καὶ παίρνουνε καὶ ἀπὸ ᾿κείνη τὴ σταχτή. Λοιπὸν τοῦ ἅη Γιαννιοῦ τὴν ἡμέρα θὰ πᾶνε τρεῖς παντρεμένες γυναῖκες νὰ τὴν κοσκινίσουνε καὶ τρία κορίτσια ᾿λεύτερα νὰ τὴν ζυμώσουνε καὶ τρεῖς νιόπαντρες νὰ τὴ φουρνίσουνε καὶ αὐτὲς ὅλες θὰ πᾶνε ἀπὸ μιὰ φουχτίτσα ἀλεύρι ἡ κάθε μία καὶ θὰ βροῦνε μιὰ γριοῦλα νὰ πάῃ λίγο λαδάκι καὶ θὰ στάξῃ ἐννιὰ σταγόνες μέσα ᾿ς τὸ ταψὶ ποὺ θὰ βάλουν τὴν κουλλούρα μέσα νὰ τὴ φουρνίσουνε. Καὶ τὴν κουλλούρα, ἀφοῦ τὴν ξεφουρνίσουνε, θὰ τὴν ἔχουνε τρεῖς μέρες μέσ᾿ ᾿ς τὸ ταψί. Καὶ κατόπι θὰ περάσουνε τὸ παιδὶ τὸ ἄρρωστο 3 φορὲς ἀπὸ τὴν κουλλούρα. Καὶ ἢ θὰ γίνῃ καλὰ ἢ θὰ πεθάνῃ.» (ὅ.π., σ. 33-34 τοῦ ἀνατύπου).
Ὁ Στ. Ἤμελλος, πού θεωρεῖ ὅτι ἡ «συνήθεια τῆς διόδου διὰ κουλλούρας ἐκ τέφρας» εἶναι «ἄγνωστος ἀλλαχόθεν (ἰδίᾳ ὁ τρόπος κατασκευῆς τῆς κουλλούρας)», ἐπισημαίνει (ὅ.π., ὑποσημ. 32) ὅτι «Ἔθιμον διελεύσεως βρεφῶν διὰ κουλλούρας ἀπαντᾷ ἐν Κύπρῳ ἀλλὰ σημαντικῶς διαφέρον τοῦ ὡς ἄνω ναξιακοῦ, παρὰ τὸν μαγικὸν καὶ αὐτόθι τρόπον κατασκευῆς κουλλούρας. Αὕτη ἐνταῦθα πλάττεται δι᾿ ἀλεύρου καὶ δὲν ὀπτᾶται ἀλλὰ σκληρύνεται ἐκτεθειμένη εἰς τὸν ἥλιον καὶ τὸ ρεῦμα (Ἰδ. ἐν περ. Λαογραφίᾳ 5 (1915-1916), σ. 634-635).»
Σ᾿ αὐτές τίς μαρτυρίες δέον νά προστεθῇ καί ἡ ἀκόλουθη ἀπ᾿ τήν Καππαδοκία: «ζυμώνουμ᾿ ἀσ᾿ ἀλεύρι ἕνα κουλούρ᾿ καὶ ἀσ᾿ σό χαλχά (= τό ἄνοιγμα τοῦ κουλουριοῦ) μέσα πέρναναμ᾿ τό φσ΄άχ (= παιδί) Καππ.
(Δίλ.).
Ὁ ἐντοπισμός τῆς μαγικοθρησκευτικῆς πρακτικῆς ὄχι ἁπλῶς τοῦ συνήθους
«τρυποπεράσματος» ἀλλά τοῦ «κουλλουροπεράσματος» σέ τρεῖς ἀπομεμακρυσμένες μεταξύ τους ἑλληνικές περιοχές
(Νάξο, Κύπρο, Καππαδοκία), ὅπως ἐπίσης τό γεγονός ὅτι σέ μία ἀπ᾿ αὐτές, τήν Νάξο, ἡ κουλλούρα γίνεται ἀπό στάχτη, δείχνει ὅτι εἶναι πολύ πιθανό ἡ γλῶσσα τοῦ Ἡσυχίου «κολλύρα· Θεόφραστος ἐπὶ τῶν ἐκ τέφρας πεπλασμένων͵ ἢ ἔγχουσα» νά ἀναφέρεται σ᾿ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τήν μαγική πρακτική.
Εὔλογα ἑπομένως καταλήγουμε στό συμπέρασμα ὅτι κουλλούρα,
Κούλουρη ἤ Κούλουρος στίς συγκεκριμένες ἐκφράσεις σημαίνει
στρογγυλή τρύπα, καί μάλιστα κατ᾿ ἀρχάς ὄχι ὁποιαδήποτε, ἀλλά φυσική τρύπα σέ
βράχο μέσῳ τῆς ὁποίας πραγματοποιεῖται τό πέρασμα τοῦ ἀσθενοῦς, ἔτσι ὥστε νά ξεφύγῃ ἀπό τόν θανάσιμο κίνδυνο πού τόν ἀπειλεῖ, σύμφωνα μέ μιά πανάρχαια,
μαγικοθρησκευτικοῦ χαρακτῆρα πίστη (γιά τό «τρυποπέρασμα» «δι᾿ ὀπῆς βράχου, γῆς, ὀπῆς ἐκκλησίας, δένδρων» κ.λπ.,
βλ. καί Ν. Πολίτου, Λαογραφικὰ Σύμμεικτα, τ. Γ΄ (1931), σ.
94-97). Γι᾿ αὐτό καί ἡ ἔκφραση πῆγε ἡ ψυχή μου στήν κούλουρη σημαίνει κυριολεκτικά ὑποβλήθηκα σέ
«τρυποπέρασμα», κινδύνεψα νά πεθάνω, ἀντιμετώπισα τόν ἔσχατο κίνδυνο.
Ἄν θέλαμε νά συνδυάσουμε τήν ἀναφορά στήν πανάρχαια μαγικοθρησκευτική
πρακτική μέ τήν ἐμπλοκή τοῦ ὀνόματος τῆς Σαλαμίνας στήν σχετική ἔκφραση, θά μπορούσαμε νά εἰκάσουμε ὅτι στήν παλαιά
Σαλαμίνα, ἤτοι τήν Κούλουριν, ὑπῆρχε σέ κάποιο σημεῖο μιά φυσικά
διαμορφωμένη κουλλούρα, ὀπή στόν βράχο, πρᾶγμα πού αὐτομάτως μετέτρεπε τόν χῶρο σέ ἱερό, καί τό νησί σέ πόλο ἕλξεως προσκυνητῶν πού κατέφευγαν στήν
τελευταία ἐλπίδα γιά ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας τους.
Τό πόσο σημαντική ὑπῆρξε γιά τίς παλαιότερες κοινωνίες ἡ -ἔστω καί κατά φαντασίαν- ἰαματική διαδικασία τοῦκουλλουροπεράσματος / τρυποπεράσματος φαίνεται ἀπό τήν ἀναφορά τοῦ Ἰησουΐτου συγγραφέως
Rob. Sauger σέ ἐπεισόδιο μεταξύ τοῦ Φράγκου δούκα Μάρκου Σανούδου τοῦ Β΄ (13ος αἰώνας) καί τῶν Ναξιωτῶν «κατοίκων τῆς περὶ τὸν ναὸν τοῦ ἁγίου Παχωμίου Τσικαλαρειοῦ περιοχῆς, ἐξ αἰτίας διαταγῆς τοῦ δουκός, ὅπως κρημνισθῇ ὁ εἰς τὸν Ἅγιον ἀφιερωμένος βωμὸς μετὰ τῆς θεραπευτικῆς ὀπῆς, ἵνα τὸ δι᾿ αὐτῆς ἐνεργούμενον εἰδωλολατρικὸν ἔθιμον καταργηθῇ. Ἐκ τῆς ἐνεργείας ταύτης
προεκλήθη τοιαύτη ἀγανάκτησις τῶν Ναξίων, ὥστε φοβηθεὶς ὁ δοὺξ ἀπειληθεῖσαν ἐπανάστασιν ἀνήγειρε, κατὰ τὸν Rob. Sauger, τὸ παρακείμενον Ἀπάνω Κάστρον, πρὸς ἀντιμετώπισιν παντὸς ἐνδεχομένου.» (βλ. Στ. Ἤμελλος, ὅ.π., σ. 36 τοῦ ἀνατύπου).
Ἀπ᾿ τή στιγμή πού τόν 13ο αἰῶνα μ.Χ. ἡ «κουλούρα τοῦ Ἅϊ Μπάχη» ἀφορᾷ καί ξεσηκώνει ἕνα ὁλόκληρο νησί, εἶναι πολύ πιθανόν μιά ἄλλη ὑποθετική κουλούρα, αὐτή τῆς Σαλαμίνας / Κούλουρης, νά εὐθύνεται γιά τήν ὀνομασία ἑνός ὁλόκληρου νησιοῦ, μαρτυρουμένη ἤδη ἀπό τόν 3ο αἰῶνα π.Χ. ὡς παλαιότερη ὀνομασία τῆς Σαλαμίνας, καί ἀποδεικνύουσα ὅτι τό νεοελληνικό
κουλλούρι ἀνάγεται σέ ἕνα παλαιότατο, πρωτοελληνικό γλωσσικό ὑπόστρωμα (γιά τό ὁποῖο, ἄν χρειασθῇ, θά ἐπανέλθουμε).
Χρῖστος Δάλκος, φιλόλογος
[1]
(Σημείωση δική μας) Ἄς σημειωθῇ ἐν τούτοις ὅτι τό τοῦ Ἡσυχίου «κόλλου· ἄρτος» μοιάζει νά σχετίζεται μέ τάκουλλοῦ («κουλλούριον, νηπ.
διάλ. : ᾿ά τό κάμῃ θέλει μαμμᾶ του κουλλοῦ = θά τῷ κάμῃ ἡ μήτηρ του κουλλούριον») Μεγίστ. κοῦλλος (= εἶδος ἄρτου) Ρόδ. (Ἀπολακκ.), πρβλ. καί Ἡσυχ. κόλους· ψωμούς.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου