Πρίν πό λίγο καιρό πληροφορηθήκαμε τι Τουρκία πιχειρε νά κατοχυρώσ τήν πατέντα γιά τό κουλλούρι τς Θεσσαλονίκης ( καί γενικς τό κουλλούρι), καί ρχισαν καί πάλι νά κτοξεύωνται ο συνήθεις κορνες περί διεκδίκησης πό μέρους τν λλήνων στοιχείων τς τουρκικς κληρονομις (νωπή εναι τυχής προσπάθεια το μιμαθος (;) κ. ρντογάν νά συνδέση τούς λυμπιακούς γνες μέ τό, σημειωτέον, λληνικό τοπωνύμιο λυμπος τς Μικρς σίας· ς φαίνεται στήν Τουρκία δέν διδάσκεται συνδεδεμένη μέ τήν...


 λυμπία στορία τν λυμπιακν γώνων).
Ο ντιδράσεις κ μέρους τν μετέρων γλωσσολόγων σαν ναιμικές ως νύπαρκτες, προφανς διότι ατοί δέν σχολονται μέ τήν στορική γλωσσολογία καί τήν πάρατη διαχρονία, λλά τούς νδιαφέρει συγχρονία, σύγχρονη καί μόνο γλωσσική καί κοινωνική πραγματικότητα. Νά μως πού ζωή εναι ξεροκέφαλη καί δείχνει τι διεκδίκηση τς στορικς πατρότητας μις λέξης πως τό κουλλούρι πτεται χι μόνο θνικν λλά καί οκονομικν ζητημάτων πού νδιαφέρουν, ποθέτω, τούς λάτρες τς συγχρονίας μπακάληδες το πνεύματος.
πάντηση βέβαια στό ρώτημα γιά τήν πατρότητα το κουλλουριο χει δοθ δη πό τόν Κορα, ποος, ναφερόμενος στά λαλάγγια το Πτωχοπροδρόμου (τακτα, τ. Α΄, σ. 291), παρατηρε: « Σουΐδας τ ξηγεΚολλούριον, διότι σχηματίζονται πολλάκις κα ς κολλούρια, “Κολύρα εδος ρτου, μικρς ρτος, ν τος παιδίοις διδόασι. εδος πλακοντος. Κα Κολλυρίζω τ τς λαλάγγας τηγανίζω· κα πιχωρίως, κολλούρια τ λαλάγγια.” ΤΚολλυρίζω το Σουΐδα, ναφέρεται, ν δν λανθάνωμαι, ες τος βδομήκοντα (Βασιλ. Β, ιγ΄ 6) “Κολλυρισάτω ν φθαλμος μου δύο κολλυρίδας·”» κ.λπ.
ς σημειωθ τι τό διο λεξικό παραθέτει καί τύπο «κουλλούριον» (: «Κουλλούριον εδος μελιττούτης»), στε νά κλείπ ποιαδήποτε μφιβολία γιά τήν παλαιότητα το νεοελληνικο τύπου.
Πολλά θά μποροσε νά π πίσης κανείς γιά τήν ριστοφανική  κουλλούρα, τήν κολλύραν (Ερήνη, 122: «κολλύραν μεγάλην κα κόνδυλον ψον π᾿ ατ»), πως καί γιά τά ρχαα σχόλια στήν Ερήνη (πρβλ. «τινς δ τν κολλύραν εδος ρτου φασίν͵ τος παιδίοις διδόασιν»), λλά χει ξέχουσα σημασία νά σχοληθομε μέ να ρχαιοελληνικό καί νεοελληνικό τοπωνύμιο πού φαίνεται νά συνδέεται μέ τήν κουλλούρα καί τό κουλλούρι μ᾿ ναν τόσο παράδοξο τρόπο, τσι στε κ τν πραγμάτων νά δηγ σέ ερύτερους προβληματισμούς γιά τό πώτερο παρελθόν τς γλώσσας μας.
Τό τοπωνύμιο ατό εναι σημερινή λαϊκή νομασία τς Σαλαμίνας Κούλουρη, καί τό παράδοξο ως ξωφρενικό το πράγματος εναι τι νομασία ατή εναι παλαιότερη πό τήν δη μηρική «Σαλαμίς». Πράγματι, να σχόλιο (το 9ου αἰῶνος μ.Χ.) στήν Εαγγελικ προπαρασκευ το Εσεβίου, Δ΄ 16, μς πληροφορε: «Ο τν πρς τας θήναις Σαλαμνα λέγει. ατη γρ Κούλουρις πάλαι λέγετο ς κα Καλλίμαχος ν κάλ φησίν, λλ τν κατ Κύπρον Σαλαμνα λέγει». Τό διο καί παρισινός κώδικας 451, φύλλ. 275β: «Σαλαμς πρς θήναις Κούλουρις πάλαι λέγετο, ς Καλλίμαχος Κυρηναος ν κάλ φησίν.» (βλ. καί Callimachea, κδ. O. Schneider, 1873, II 213). Μ᾿ λλα λόγια, στό στόμα το λληνικο λαο διατηρήθηκε κόμα παλαιότερη νομασία καί χι ττική «Σαλαμς» ( ποία, πάντως, εχε διατηρηθ μέχρι τόν 12ο α. μ.Χ. τολάχιστον).
Καί δ μπαίνει μπρός συνήθης νεοελληνική μηχανή ποία, ντί νά ποδεχθ τό προφανές, τι στορία τς γλώσσας μας κτείνεται καί πέραν το 2000 π.Χ. (συμβατική χρονολογία πού σηματοδοτε τήν φημολογούμενη λευση τν ρχαιοελληνικν φύλων στόν λλαδικό χρο), καί χει στενότατη σχέση μέ τήν λεγομένη «προ»ελληνική, θέτει σέ μφισβήτηση τήν σχέση το Κούλουρη μέ τά κουλλούρα, κολλύρα, καί προκρίνει συσχετίσεις μέ τό κόλουρος (= ατός πού χει κολοβή, κρωτηριασμένη ορά).
τσι . Χατζς [βλ. θην 42 (1930), σ. 263] ποστηρίζει τι τό νομα Κόλουρις «μφανίζεται τ πρτον ν ττικ πιγραφ (400-350 π. Χ.), ετα δ παρ Καλλιμάχ (3ος αἰὼν π. Χ.) κα τι τ μν Κόλουρι(ς) ξαφανίζεται μόλις τν 18ον αἰῶνα, δ τύπος Κούλουρις μφανίζεται τ πρτον τν 9ον μ.Χ. αἰῶνα. Τ Κόλουρις εναι νώμαλον θηλυκν το πιθέτου κόλουρος (πβ. κα ππουρος-ππουρις, λάμπουρος-λάμπουρις, κ..) κα ρχικς κλήθη οτω κεκολοβωμένη κρα τς Σαλαμνος Πούντα ν ντιθέσει πρς τν παρακειμένην κραν Κυνόσουραν, π τς κρας νομάσθη οτω κα παρ᾿ ατν κειμένη πόλις Σαλαμίς, π δ τς πρωτευούσης πόλεως νομάσθη κα λη νσος Κόλουρις. [...] τ Κόλουρις δν δύναται ν συσχετισθ πρς τ κολλύρα, κολλυρίς, κολούριον, ς συνήθως π το Κορα κα ντεθεν διδάσκεται. Ο δόντες τ νομα δν δύναντο ν ποβλέψουν ες γεωγραφικος χάρτας, οτινες τότε σαν γνωστοι. Δν εναι ρθς συσχετισμς οτος, διότι λέξις κολλύρα δν δήλου σχμα ρτου, λλ ποιότητα κα τι τ κουλούρα εναι μεγεθυντικν το οδετέρου κουλούρι, περ εναι ποκοριστικν το οσιαστικοποιηθέντος πιθέτου κόλουρος (= ρτος. σύχ.) κα τι κολλύριον εναι τ Λατινικν collyrium, περ εναι κακ μεταγραφ το λληνικο κολούριον (κολλούριον κακ γραφή).»
πάντηση στό να σκέλος τν πιχειρημάτων το . Χατζ δίνει μετά πό 28 χρόνια . Καλλέρης («νάλεκτα Λεξικογραφικά, Λεξικογραφικν Δελτίον, τ. 8ος (1958), σ. 27-28): «… καθ. Χατζς συνεδύασεν στόχως τν παραγωγν τς λ. κουλλούρι, θεν τ κουλλούρα κατ᾿ ατόν, πρς τ κόλουρις κα τ Κούλουρι (= Σαλαμίς), μ μοναδικν πρ τς πόψεώς του πιχείρημα φθαρμένην γλσσαν το συχίου (κόλου· ρτος)[1], ποκατασταθεσαν π᾿ ατο κατ τρόπον στήρικτον κα αθαίρετον (κόλου(ρος)· ρτος: βλ. θην 42, 1930, 263, ρχαιολ. φ. 1930, σ. 61). λλ τ κολλύρα – κολλούρα κα τ ποκορ. κολλύριον – κολλούριον, τς ατς τυμολογικς ρχς κα συνώνυμα πρς τ κόλλιξ – κολλίκιον, παντον συχν π τν σημασίαν “εδος ρτου”, στρογγύλου σφαλς σχήματος, “εδος μπλάστρου” το ατο σχήματος (θεν τ κολλύριον, ς ρος τς φαρμακολογίας), χι μόνον ες τος παπύρους, λλ κα ες τος βδομήκοντα κα ες τν ριστοφάνην κα τνπποκράτην (πάντοτε δ μ διπλον λ) κα οδεμίαν σχέσιν χουν πρς τ κόλουρος – κόλουρις.»
Σέ λλο, διεξοδικώτερο κείμενό του (βλ. ντωνίου Χ. Χατζ, «Τ ρχαα νόματα τς νήσου Σαλαμνος», ρχαιολογικ φημερς 1930, σ. 60-73) Χατζς, φο ξιοποιήσ πρός πίρρωση τς θεωρίας του να μή ποφασιστικς σημασίας σφλμα το Κορα [«Πρτος Κορας (τ 1819) ν τ κδόσει το Στράβωνος τόμ. Δ΄ σελ. 175 νομίζων, τι νσος καλεται Κουλορι ) κανονικώτατα κα δικαιότατα συνψε πρς τ οσ. κουλορι· κα κασεν, τι δι τ σχμα τς νήσου δόθη τ νομα»], καταλήγει στό συμπέρασμα τι « Νέα λληνικ γλσσα δν δύναται ν κληθ πρς ρμηνείαν τς νομασίας» (.π., σ. 72).
Προκρίνοντας, μάλιστα, τόν τύπο Κόλουρις πού παντ στήν ατιατική Κόλουριν, σέ πιγραφή το Δ΄ α. π.Χ., ς τόν μόνο σωστό, πορρίπτει τό νδεχόμενο νεοελληνική κφορά νά εναι πίσης παλαιότατη: «οδ δύναταί τις ν ποδείξ, τι φομοίωσις εναι ρχαία, τι δηλαδ π Καλλιμάχου δη δύνατο ν λεχθ Κούλουρις· πλούστατα Σχολιαστς το Εσεβίου τ παρ Καλλιμάχ Κόλουρις παρανέγνωσεν – κα διώρθωσε – πλανηθες κ τς χρήσεως τν χρόνων ατο.» (.π. σ. 66)
Γιατί Χατζς χει βαλθ μέ λες του τίς δυνάμεις νά ποδείξ τι νεοελληνική κφορά Κούλουρη δέν διασώζει τήν πανάρχαια κφορά το νόματος τς Σαλαμνος, φο μάλιστα ατό, σο καί σχέση τν κολλύρα – κουλλούρα,εναι σέ θέση νά δείξ τι νέα λληνική μς νάγει σέ πίστευτα βάθη χρόνου;
λόγος, πιστεύω, εναι νας νομολόγητος φόβος τι, ν γίν ποδεκτό πώς ο Νεοέλληνες διατήρησαν τόν «προελληνικό» τύπο Κούλουρις καί χι τόν ρχαιοελληνικό τύπο Σαλαμίς, θά δοθ δυνατότητα στούς χθρούς το λληνισμο νά σχυρισθον τι ο σημερινοί λληνες δέν εναι πόγονοι τν ρχαίων λλά το πληθυσμο πού ταν γκατεστημένος στόν καλούμενο «λλαδικό χρο», πρό τς λεύσεως τν ρχαιοελληνικν φύλων, περί τό 2000 π. Χ.
τι φόβος χει μιά (συζητήσιμη) βάση, ποδεικνύεται καί πό τό γεγονός τι μόρριζη πρός τό Κούλουρις ρχαία λέξη κολλύρα – πάγκοινο ν.. κουλλούρα, κουλλούρι κ.τ.τ. θεωρεται πίσης «προελληνική» [πρβλ.  Robert Beekes,τυμολογικό Λεξικό τς λληνικς, κδ. Brill, Leiden, Boston, 2010, σ. λ. κολλύρα: «πως λλες λέξεις σέ -ρα (γκρα, γέφυρα, λέπρον), πιθανς προελληνική. (...) Τό νδεχόμενο ναλλαγή υ/ου νά εναι παλαιά παραπέμπει πίσης σέ προελληνική προέλευση.»].
σως προκαλέσ κπληξη μερική συμφωνία μας μέ ατές τίς πισημάνσεις, μέ τήν ννοια τι τόσο ερεα διάδοση τς λέξης κουλλούρι, κουλλούρα  λλων σύνθετων καί παράγωγων λέξεων στήν νεοελληνική, σο καί διατήρηση στό στόμα το λαο μόνο το παλαιότερου τοπωνυμίου Κούλουρη δείχνουν τι νέα λληνική διαθέτει τό προνόμιο μις διάζουσας πικοινωνίας μέ ατό τό πόστρωμα τς ρχαίας λληνικς πού νομάζεται «προελληνικό».
Ατό χει τήν εκαιρία κανείς νά τό πιστοποιήσ σέ κάθε του βμα, ταν διαπιστών π.χ. τι νέα λληνική διατηρε τό «π». βασιλεύς καί χι τό .. ναξ, τό «π». βουνός καί χι -ς πί τό πλεστον- τό .. ρος, τό «π». θάλασσακαί χι τό .. λς κ.λπ. Σέ παρόμοια συμπεράσματα μς δηγε διαπίστωση τι στήν νέα λληνική διατηρονται λα τά «προελληνικά» θεωρούμενα νόματα φυτν καί ζώων (π᾿ τόν σφόδελο μέχρι τήν καυκαλήθρα κι π᾿ τόνβάτραχο μέχρι τήν χελώνα), καί μάλιστα μέ πληθώρα τύπων καί παράδοξων φωνητικν ναλλαγν, πού θεωρονται διάζον χαρακτηριστικό τς λεγόμενης «προελληνικς».
Γι᾿ ατό καί θά ποκοτούσαμε τό πράγματι τολμηρό βμα νά παραβομε, στω καί πειραματικά, τήν πόδειξη το Χατζ -πόδειξη στήν οσία νός λόκληρου πιστημονικο κατεστημένου- τι « Νέα λληνικ γλσσα δν δύναται ν κληθ πρς ρμηνείαν τς νομασίας», καί νά πιχειρήσουμε, προκειμένου περί το Κούλουρη, κουλλούρι, νά νιχνεύσουμε τό νδεχόμενο νέα λληνική νά χ νά μς π πί το θέματος πολύ περισσότερα π᾿ ,τι ρχαία λληνική.
Πγε ψυχή μου στήν Κούλουρη
παροιμιώδης κφραση «πγε ψυχή μου στήν Κούλουρη» θεωρήθηκε τι ναφέρεται ποκλειστικά στήν Σαλαμνα / Κούλουρη, καί τι σχετίζεται μέ τήν συνήθεια τν παλαιν θηναίων νά καταφεύγουν στήν Κούλουρη προκειμένου νά σωθον πό τούς κάστοτε κινδύνους πού τούς πειλοσαν (βλ. καί Τάκη Νατσούλη, Λέξεις καί φράσεις παροιμιώδεις, κδ. Σαμιωτάκη, 101996, σ. 424). ν τούτοις, κφραση παντ καί σέ λλες περιοχές τς λληνικς γλωσσικς πικράτειας, καί εναι ξαιρετικά μφίβολο ν λες ατές ο κφράσεις νάγονται σέ θηναϊκή πίδραση:Διάητσε ψυχή μου ᾿ς τή gούλουρη Πελοπν. (Ξεχώρ.) πε καρδιά μ᾿ στ᾿ Κούλουρ᾿ ( στ᾿ Κούλουρο) καί γύρ᾿σεΛευκ. (Φτερν.) πγε ψυχή στήν Κούλουρη Πελοπν. (Τριφυλ.) Το πγε ψυχή ᾿ς τήν Κούλλουρη Πελοπν. (Κοπανάκ.) Πγε ψυχή μου στή gούλουρη Μέγαρ. Πααίνει ψυχή μου στή gούλουρη Νάξ. (Γαλανάδ.) πεν ψυχή σου ᾿ς τήν Κούλουρη Νάξ. (Δαμαριών.) πήγαινε ψυχή μας στήν Κούλουρη Κέρκ. Πγι ψ᾿κή τ᾿ σ᾿ Κούλουρη Θεσσ. (Πήλ.) Πάει ψυχή μου στή(ν) Κούλουρη Προπ. (Κύζ.)  τάδες ρθε στό κουλορι Πελοπν. (Καρδαμ.)
Ατός εναι καί λόγος γιά τόν ποο Χατζς τήν φράση  τάδες ρθε στό κουλορι (= κιντύνεψεν πό ρρώστια νά πεθάν) ρμηνεύει «φθασεν ες τ χελος το τάφου, ρθε μέχρι το περιβόλου το νεκροταφείου» βασιζόμενος στήν ννοια «περίβολος ναο, νεκροταφείου» πού χει τό κουλούρι στήν Ατωλία.
Στήν φημερίδα μπρός τς 14-3-1952 (βλ. ρχεο το Κέντρου ρεύνης Νεοελληνικν Διαλέκτων καί διωμάτων τς καδημίας θηνν, λ. κουλλούρι) κθέτει ναλυτικώτερα τίς πόψεις του: «Πιστεύεται κοινς, τι ν τ λίαν γνωστ φράσει “πγε ψυχή μου ᾿ς τν Κούλουρι” (ννοεται κ το φόβου) δι το νόματος Κούλουρι νοεται νσος Σαλαμίς, ες ν ο κάτοικοι τς ττικς κατ τς βαρβαρικς πιδρομς κατέφευγον πρς σωτηρίαν. λλ δν παρετηρήθη τι ο καταφεύγοντες ες Σαλαμνα (Κούλουριν) σζοντο, πομένως πρεπε ν μνημονεύηται μετ᾿ εγνωμοσύνης σζουσα νσος· ν τ π ξέτασιν μως φράσει Κούλουρι εναί τι τ προκαλον τρόμον. Κατ᾿ νάγκην λοιπν λλο τι ποκρύπτεται, τ ξς. ρχικς φράσις, τις εναι, ς πεστηρίχθη, μεσαιωνικ κα δν εναι γνωστ μόνον ν τ ττικ κα τας παρακειμέναις παρχίαις, εχεν σφαλς τν ξς τύπον: “πγε ψυχή μου ᾿ς τ κουλορι” [...] Οτως φράσις διαφωτίζεται ριστα: διότι ν διαλέκτοις τς νέας λληνικς γλώσσης κουλορι = τάφος. στε φράσις “πγε ψυχή μου ᾿ς τ κουλορι” σημαίνει: φθασα ες τ χελος το τάφου, παρ᾿ λίγον ν ποθάνω κ το φόβου. Σημειωτέον, τι ν Θεσσαλί κα πείρ -σως δ κα λλαχο- κουλορι =περιτείχισμα· ο τάφοι, ς φαίνεται, περιεκλείοντο ν περιτειχίσματι.
λέξις κουλορι (= τάφος) μ οσα γνωστ κα ες τος λοιπος λληνας το διανόητος κα παράδοξος· εχερς λοιπν πεισλθεν γνωστοτέρα Κούλουρι (κ το ρχαίου κα μεσαιωνικο Κόλουρις)…»
μως, πελοποννησιακή φράση (π᾿ τήν Σκαρδαμούλα / Καρδαμύλη)  τάδες ρθε στό κουλορι, δέν μπορε νά ποσυνδεθ πό τήν πίσης πελοποννησιακή (Ξεχώρι) διάητσε  ψυχή μου ᾿ς τή gούλουρη, καί ατή μέ τή σειρά της σφαλς πό τήν ναξιώτικη κφραση  ψυχή μου διάηκε ᾿ς τή gουλούρα  καί  ψυχή μου διάηκε (= τρόμαξα πολύ) Νάξ. (πείρανθ.), ποία, νομίζω, δίνει τό κλειδί γιά τήν κατανόηση τς κριβος σημασίας λων ατν τν κφράσεων, συμπεριλαμβανομένης καί τς ναφερομένης στήν Κούλουρη / Σαλαμνα. Πράγματι, στήν Νάξο εναι παγκοίνως γνωστή  κουλούρα το ϊ Μπάχη (= πή νωθεν τς θύρας ξωκκλησίου ες τιμήν το γίου Παχωμίου πλησίον το χωρίου Τσικαλαρειό, δι᾿ ς περνον τό σθενές βρέφος σάκις τοτο χει γκαταλειφθ πό τν ατρν, σάκις σθένεια ατο φαίνεται νίατος), πρβλ. ρά: χου πού νά σέ περάσουνε πό τήν κουλούρα το ϊ Μπάχη!Νάξ. (Δαμαριών.) /   πού νά σέ περάσουνε πό τήν κουλλούρα! Νάξ. /  τό κουλουροπερασμένο! Νάξ. κ.λπ.
ξ λλου, στήν Νάξο συνηθίζεται καί «δίοδος δι κουλλούρας κ τέφρας» (βλ. Στ. μελλος, «Περ το ν τ νήσ Νάξ θίμου το “τρυποπεράσματος”», πετηρς ταιρείας Κυκλαδικν Μελετν 1 (1961), σ. 515-528), μαγικοθρησκευτική πρακτική πού δείχνει πό πο πιθανώτατα πήγασε τό σχμα καί τό νόημα τς ορταστικς κουλλούρας πού δίνεται στά παιδιά, στήν περίπτωση τν χριστουγεννιάτικων καλάντων (: Κόλιαντα, μπάμπω, κόλιαντα, / καί μένα μπάμπω κ᾿λούρα!) τς Λαμπρς (λαμπροκουλλούρα):
«Τν σταχτ τ μαζεύουνε π τν πρώτη το Δεκαπενταύγουστου το φούρνου κα τς κουζίνας πο μαγερεύουνε μέχρι τν παραμον το η Γιαννιο το Κληδόνου, πο καύουνε τσ μάηδες κα παίρνουνε κα π ᾿κείνη τ σταχτή. Λοιπν το η Γιαννιο τν μέρα θ πνε τρες παντρεμένες γυνακες ν τν κοσκινίσουνε κα τρία κορίτσια ᾿λεύτερα ν τν ζυμώσουνε κα τρες νιόπαντρες ν τ φουρνίσουνε κα ατς λες θ πνε π μι φουχτίτσα λεύρι κάθε μία κα θ βρονε μι γριολα ν πά λίγο λαδάκι κα θ στάξ ννι σταγόνες μέσα ᾿ς τ ταψ πο θ βάλουν τν κουλλούρα μέσα ν τ φουρνίσουνε. Κα τν κουλλούρα, φο τν ξεφουρνίσουνε, θ τν χουνε τρες μέρες μέσ᾿ ᾿ς τ ταψί. Κα κατόπι θ περάσουνε τ παιδ τ ρρωστο 3 φορς π τν κουλλούρα. Κα θ γίν καλ θ πεθάν.» (.π., σ. 33-34 το νατύπου).
Στ. μελλος, πού θεωρε τι «συνήθεια τς διόδου δι κουλλούρας κ τέφρας» εναι «γνωστος λλαχόθεν (δί τρόπος κατασκευς τς κουλλούρας)», πισημαίνει (.π., ποσημ. 32) τι «θιμον διελεύσεως βρεφν δι κουλλούρας παντ ν Κύπρ λλ σημαντικς διαφέρον το ς νω ναξιακο, παρ τν μαγικν κα ατόθι τρόπον κατασκευς κουλλούρας. Ατη νταθα πλάττεται δι᾿ λεύρου κα δν πτται λλ σκληρύνεται κτεθειμένη ες τν λιον κα τ ρεμα (δ. ν περ. Λαογραφί 5 (1915-1916), σ. 634-635).»
Σ᾿ ατές τίς μαρτυρίες δέον νά προστεθ καί κόλουθη π᾿ τήν Καππαδοκία: «ζυμώνουμ᾿ σ᾿ λεύρι να κουλούρ᾿ κα σ᾿ σό χαλχά (= τό νοιγμα το κουλουριο) μέσα πέρναναμ᾿ τό φσ΄άχ (= παιδί) Καππ. (Δίλ.).
       ντοπισμός τς μαγικοθρησκευτικς πρακτικς χι πλς το συνήθους «τρυποπεράσματος» λλά το «κουλλουροπεράσματος» σέ τρες πομεμακρυσμένες μεταξύ τους λληνικές περιοχές (Νάξο, Κύπρο, Καππαδοκία), πως πίσης τό γεγονός τι σέ μία π᾿ ατές, τήν Νάξο, κουλλούρα γίνεται πό στάχτη, δείχνει τι εναι πολύ πιθανό γλσσα το συχίου «κολλύρα· Θεόφραστος π τν κ τέφρας πεπλασμένων͵ γχουσα» νά ναφέρεται σ᾿ ατο το εδους τήν μαγική πρακτική.
Ελογα πομένως καταλήγουμε στό συμπέρασμα τι κουλλούρα, Κούλουρη  Κούλουρος στίς συγκεκριμένες κφράσεις σημαίνει στρογγυλή τρύπα, καί μάλιστα κατ᾿ ρχάς χι ποιαδήποτε, λλά φυσική τρύπα σέ βράχο μέσ τς ποίας πραγματοποιεται τό πέρασμα το σθενος, τσι στε νά ξεφύγ πό τόν θανάσιμο κίνδυνο πού τόν πειλε, σύμφωνα μέ μιά πανάρχαια, μαγικοθρησκευτικο χαρακτρα πίστη (γιά τό «τρυποπέρασμα» «δι᾿ πς βράχου, γς, πς κκλησίας, δένδρων» κ.λπ., βλ. καί Ν. Πολίτου, Λαογραφικ Σύμμεικτα, τ. Γ΄ (1931), σ. 94-97). Γι᾿ ατό καί κφραση πγε ψυχή μου στήν κούλουρη σημαίνει κυριολεκτικά ποβλήθηκα σέ «τρυποπέρασμα», κινδύνεψα νά πεθάνω, ντιμετώπισα τόν σχατο κίνδυνο.
ν θέλαμε νά συνδυάσουμε τήν ναφορά στήν πανάρχαια μαγικοθρησκευτική πρακτική μέ τήν μπλοκή το νόματος τς Σαλαμίνας στήν σχετική κφραση, θά μπορούσαμε νά εκάσουμε τι στήν παλαιά Σαλαμίνα, τοι τήν Κούλουριν, πρχε σέ κάποιο σημεο μιά φυσικά διαμορφωμένη κουλλούρα, πή στόν βράχο, πργμα πού ατομάτως μετέτρεπε τόν χρο σέ ερό, καί τό νησί σέ πόλο λξεως προσκυνητν πού κατέφευγαν στήν τελευταία λπίδα γιά ποκατάσταση τς γείας τους.
Τό πόσο σημαντική πρξε γιά τίς παλαιότερες κοινωνίες -στω καί κατά φαντασίαν- αματική διαδικασία τοκουλλουροπεράσματος / τρυποπεράσματος φαίνεται πό τήν ναφορά το ησουΐτου συγγραφέως Rob. Sauger σέ πεισόδιο μεταξύ το Φράγκου δούκα Μάρκου Σανούδου το Β΄ (13ος αώνας) καί τν Ναξιωτν «κατοίκων τς περ τν ναν το γίου Παχωμίου Τσικαλαρειο περιοχς, ξ ατίας διαταγς το δουκός, πως κρημνισθ ες τν γιον φιερωμένος βωμς μετ τς θεραπευτικς πς, να τ δι᾿ ατς νεργούμενον εδωλολατρικν θιμον καταργηθ. κ τς νεργείας ταύτης προεκλήθη τοιαύτη γανάκτησις τν Ναξίων, στε φοβηθες δοξ πειληθεσαν πανάστασιν νήγειρε, κατ τν Rob. Sauger, τ παρακείμενον πάνω Κάστρον, πρς ντιμετώπισιν παντς νδεχομένου.» (βλ. Στ. μελλος, .π., σ. 36 το νατύπου).
π᾿ τή στιγμή πού τόν 13ο αἰῶνα μ.Χ. «κουλούρα το ϊ Μπάχη» φορ καί ξεσηκώνει να λόκληρο νησί, εναι πολύ πιθανόν μιά λλη ποθετική κουλούρα, ατή τς Σαλαμίνας / Κούλουρης, νά εθύνεται γιά τήν νομασία νός λόκληρου νησιομαρτυρουμένη δη πό τόν 3ο αἰῶνα π.Χ. ς παλαιότερη νομασία τς Σαλαμίνας, καί ποδεικνύουσα τι τό νεοελληνικό κουλλούρι νάγεται σέ να παλαιότατο, πρωτοελληνικό γλωσσικό πόστρωμα (γιά τό ποο, ν χρειασθ, θά πανέλθουμε).
Χρστος Δάλκος, φιλόλογος


[1]  (Σημείωση δική μας) ς σημειωθ ν τούτοις τι τό το συχίου «κόλλου· ρτος» μοιάζει νά σχετίζεται μέ τάκουλλο («κουλλούριον, νηπ. διάλ. : ᾿ά τό κάμ θέλει μαμμ του κουλλο = θά τ κάμ μήτηρ του κουλλούριον») Μεγίστ. κολλος (= εδος ρτου) Ρόδ. (πολακκ.), πρβλ. καί συχ. κόλους· ψωμούς.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
Top